Μεσάνυχτα. ἀκολουθῶ τὸν ἴσκιο μου
Μοιάζει βαρύς.
Γιγάντιος μέσ’ στὴ βαριά του σκευή
Τώρα ποὺ δὲ μ’ἀκούει κανείς.
Τώρα ποὺ ἀκούω ἐγὼ τὰ βήματά μου καὶ ποὺ
δὲ βλέπω..
τὸ εἴδωλό μου
παρὰ μονάχα ταὴ σκιά μου
ἔτσι βαρὺς κι ἀνάλαφρος μαζί
στήνω τὸ σκηνικὸ τῆς δόξας μου
διασχίζω τὴν ὀρχήστρα ἀ
νεβαίνω τὶς κερκίδες
στὴν κορυφὴ τοῦ θρίαμβου ἀφήνω τὰ ἀ
καταλαβίστικα ἑλληνικά μου καὶ τραντάζεται
ἡ σιωπή
ἔλαβε τέλος ἡ δοκιμὴ τοῦ τέλους μου
ἀποθέτω μὲ ἀσφάλεια ταὴ σκευή μου προσεκτικὰ ἀ
κουμπῶ τὴ μάσκα μου
στὸ μελανό χιτῶνα παίρνω
τὸ δρόμο τῆς γαλήνης
ἀπόψε θὰ ὀνειρευτῶ τὴ δόξα μου
κουρντίζω τὰ ρολόγια
στρέφω τοὺς δεῖκτες
ἀκινητοποιῶ τὰ ἐκκρεμῆ δὲν
μὲ νοιάζει ὁ χρόνος ποὺ κυλᾶ μόνο
αὐτὸς ποὺ θα ρθει
Ξημέρωσε ἡ ἐνάτη βραδυνή
Κόσμος στὶς κερκίδες στ’ ἀφτιά μου
βουίζει τὸ τέλος τῆς σιωπῆς
τὰ ἐκκρεμῆ
πάλλονται βιαστικὰ γιὰ νὰ κερδίσουν τὸ χαμένο χρόνο
φορῶ τὸ μαῦρο μου χιτῶνα
ἐνδύομαι τὴ μάσκα τοῦ Ὀρέστη
τοῦ μητροκτόνου
σχεδιασμένη ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος ἡ ζωή μου, ἐκτὸς
ἀπ’ τὸ καρφί
ἀλύγιστο μὲ περιμένει στὴν ἔξοδο
σβήνουν τὰ φῶτα
βγαίνω γυμνὸς
στὴν ὀρχήστρα μόνο ἡ μάσκα μου
καλύπτει τὸ πρόσωπο τῆς ντροπῆς
πάντα πίστευα σὲ σένα
εἶχες τὴ μαστοριὰ νὰ ξεριζώνεις τὰ ἀ
δέσποτα καρφιά.
Αὐτὸ το καρφἰ
Πῶς δὲν τὸ εἶδες;
Μοιάζει βαρύς.
Γιγάντιος μέσ’ στὴ βαριά του σκευή
Τώρα ποὺ δὲ μ’ἀκούει κανείς.
Τώρα ποὺ ἀκούω ἐγὼ τὰ βήματά μου καὶ ποὺ
δὲ βλέπω..
τὸ εἴδωλό μου
παρὰ μονάχα ταὴ σκιά μου
ἔτσι βαρὺς κι ἀνάλαφρος μαζί
στήνω τὸ σκηνικὸ τῆς δόξας μου
διασχίζω τὴν ὀρχήστρα ἀ
νεβαίνω τὶς κερκίδες
στὴν κορυφὴ τοῦ θρίαμβου ἀφήνω τὰ ἀ
καταλαβίστικα ἑλληνικά μου καὶ τραντάζεται
ἡ σιωπή
ἔλαβε τέλος ἡ δοκιμὴ τοῦ τέλους μου
ἀποθέτω μὲ ἀσφάλεια ταὴ σκευή μου προσεκτικὰ ἀ
κουμπῶ τὴ μάσκα μου
στὸ μελανό χιτῶνα παίρνω
τὸ δρόμο τῆς γαλήνης
ἀπόψε θὰ ὀνειρευτῶ τὴ δόξα μου
κουρντίζω τὰ ρολόγια
στρέφω τοὺς δεῖκτες
ἀκινητοποιῶ τὰ ἐκκρεμῆ δὲν
μὲ νοιάζει ὁ χρόνος ποὺ κυλᾶ μόνο
αὐτὸς ποὺ θα ρθει
Ξημέρωσε ἡ ἐνάτη βραδυνή
Κόσμος στὶς κερκίδες στ’ ἀφτιά μου
βουίζει τὸ τέλος τῆς σιωπῆς
τὰ ἐκκρεμῆ
πάλλονται βιαστικὰ γιὰ νὰ κερδίσουν τὸ χαμένο χρόνο
φορῶ τὸ μαῦρο μου χιτῶνα
ἐνδύομαι τὴ μάσκα τοῦ Ὀρέστη
τοῦ μητροκτόνου
σχεδιασμένη ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος ἡ ζωή μου, ἐκτὸς
ἀπ’ τὸ καρφί
ἀλύγιστο μὲ περιμένει στὴν ἔξοδο
σβήνουν τὰ φῶτα
βγαίνω γυμνὸς
στὴν ὀρχήστρα μόνο ἡ μάσκα μου
καλύπτει τὸ πρόσωπο τῆς ντροπῆς
πάντα πίστευα σὲ σένα
εἶχες τὴ μαστοριὰ νὰ ξεριζώνεις τὰ ἀ
δέσποτα καρφιά.
Αὐτὸ το καρφἰ
Πῶς δὲν τὸ εἶδες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου