ΔΟΚΙΜΕΣ ΤΡΑΓΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Ο λόγος και το δέος
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν. πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν. ὃ γέγονεν ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων· καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.
Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιν δι’ αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.
10 Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. 11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. 12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς ἀλλ’ ἐκ θεοῦ ἐγεννήθησαν.
14 Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας· 15 

στην αρχή ήταν μόνο λόγος και ήταν λόγος για τον Θεό. Και ήταν ο ίδιος ο Θεός ο λόγος… και πήρε σάρκα και κατοίκησε ταπεινά ανάμεσά μας και είδαμε με δέος την δόξα του
το μεγάλο το μακροσκελές, το φιλοσοφικό της αναστάσιμης νύχτας, της ημέρας του θριάμβου. Το κατά Ιωάννην ιερό ευαγγέλιο που καταγράφει βήμα βήμα, με προτάσεις μικρές, σχεδόν ασθμαίνουσες, την ενσάρκωση του Λόγου, τη μεταστοιχείωση του λόγου σε γεγονός. Όλη η φιλοσοφία του ανθρώπου, όλη η αγωνία της ύπαρξης, όλη η ιστορία της αναμέτρησης με τον Θεό. Σε προτάσεις μικρές, ρηματικές, υποδείγματα γλωσσικής διδασκαλίας του Υποκειμένου και της σχέσης του με το Κατηγορούμενο.
Αυτής της σχέσης που ονομάζει και συνάμα αποδίδει κατά διάκριση την ποιότητα. Που απαντά στο καίριο και συνάμα επιτακτικό ερώτημα του τι είναι αυτό προς το οποίο καλούμαστε να αναφερθούμε. Και τότε ο λόγος, ο απλός, ο ανθρώπινος, ο δυνητικός, βηματίζει στα χνάρια της πράξης, την ψηλαφίζει, αγωνίζεται και αγωνιά να την αισθανθεί, να την κάνει μέρος της τραγικής του αλφαβήτας.
Τραγικής γιατί αποδίδει στο επέκεινα κατηγορήματα του εδώ και του τώρα. Ονομάζει την αιωνιότητα με τα ψυχία της ταπεινής του μοίρας. Της γλώσσας. Της πρώτης και συνάμα της έσχατης δυνατότητας του ανθρώπου στον κόσμο αυτό. Και η γλώσσα γίνεται σημείο και σημαίνει το όριο. Και γίνεται λόγος, τόκος της εγκεφαλικής μας ουσίας και οδεύει εις αναμέτρησιν με τον Λόγον.
Τον εκλογικεύει για να τον καταλάβει, να τον εννοήσει. Και τι κάνει; Τον ονομάζει όπως ξέρει και όπως μπορεί. Με λέξεις φθαρτές που πάλλονται να ξεπεράσουν τη φθαρτότητά τους και τότε γίνονται τέχνη, γέννημα της τραγικής αντινομίας ανάμεσα στη συνθήκη και την αγωνία της υπέρβασής της.
Και έτσι προκύπτουν οι ποιητές, οι μελωδοί, τα ευαγγέλια. Αυτά που κρατούν ως αναγκαίες προεκτάσεις της ψυχής, κρυμμένα στο πέτο, στη γειτονιά των μεγάλων παλμών, τα πλήθη των ανθρώπων που συρρέουν αυτές τις μέρες στους ναούς, τις εκκλησίες, τα μοναστήρια. Τα ενδιαιτήματα του θεού, τα καταφύγια του ανθρώπου.
Αυτές τις μέρες, τις μεγάλες, των μεγάλων γεγονότων και των μεγάλων αναμετρήσεων. Έτσι όπως αναμετριέται μέσα στην ίδια πρόταση το Υποκείμενο με το Κατηγορούμενο αιώνες τώρα. Και κάθε φορά που αδυνατεί να δοθεί απάντηση στο τί είναι, κάθε τόσο κρίνεται η δυνατότητα του σημείου να ορίσει το σημαινόμενο. Το διακύβευμα δεν είναι το Υποκείμενο. Αυτό είναι και θα είναι. Και άλλο τόσο θα αποπειράται σε μια νέα αποκάλυψή του το Κατηγορούμενο, η γλώσσα, ο κώδικας, η συνθήκη, ο άνθρωπος.
Πιστεύω πως απ᾽αυτή τη διαλεκτική προέκυψε η ιστορία. Και πιστεύω ακράδαντα πως αυτό που ονομάζουμε τόσο υπεροπτικά ιστορική συνείδηση δεν είναι παρά η  αστοχία της γλώσσας να αναρριχηθεί στο ύψος του νοήματος. Του ανθρώπου ως νοήμονος όντος να συλλάβει και να αποδώσει γλωσσικά, δηλ. λογικά, τον Θεό. Βέβαια, αυτή η αστοχία είναι - όπως είπαμε - που γεννά την τραγωδία και την υψηλή τέχνη και γι αυτό την ονομάζω ιστορία. Γιατί η Ιστορία είναι το αποτύπωμα της αγωνίας του όντος να συνομιλήσει με τον Όντα, τον πέρα από τη συνθήκη. Και ετούτη εδώ η Εβδομάδα μνημειώνει τον διάλογο. Πορεία ίσια πάνω στο νόημα. Επί τον τύπον των ήλων. Ψηλάφιση βήμα προς βήμα, έτσι όπως αναπέμπονται τα φωνήεντα των ψαλτάδων στην πηγή της αγωνίας που τα γέννησε. Έτσι κάπως σαν τις δωρικές ιαχές της Αντιγόνης της βαδίζουσας στο μέγα μυστήριο του θανάτου.
Αυτή η Εβδομάδα. Η καταγραφή της κραυγής του μεγαλείου. Όχι όμως του ηθικού μεγαλείου που βάλθηκε να ορίσει με ακρίβεια ο Αριστοτέλης στα ἠθικὰ Νικομάχεια. Αυτές οι μέρες δεν αναζητούν τον τέλειο άνθρωπο. Ανιχνεύουν τον αληθινό άνθρωπο. Και μέτρο του ανθρώπου είναι το πάθος, γιατί είναι σύμφυτο με τη μοίρα του Οι μέρες αυτές δεν διδάσκουν το τί, αναμοχλεύουν το πώς. Και αποφαίνονται: με το Πάθος. Αυτό που δείχνει στον άνθρωπο τη συνθήκη της ύπαρξής του. Και του υπενθυμίζει ότι κάπως έτσι θα επαναπατριστεί στο δικό του νόημα, αισθανόμενος την θνητότητά του.
Βλέπε ουν ψυχή μου ότι ανοίγονται μπροστά σου δύο δρόμοι: Ο ένας της υπερεγρήγορσης. Της αγωνίας να αποδείξεις την ηθική σου ανωτερότητα. Ο άλλος της αδράνειας και της παραίτησης. Στοχάσου πέρα απ᾽τα διλήμματα της κοινής λογικής. Έχεις ενώπιόν σου την ήττα της λογικής κρεμάμενη επί ξύλου. Και αυτό γίνεται σήμερα, εν χρόνω, εν τόπω, την Μεγάλη Εβδομάδα.

Μεγάλη όχι μόνο γιατί αναφέρεται στα Μεγάλα Γεγονότα. Πολύ περισσότερο γιατί σε οδηγεί εμπειρικά, με πυξίδα τις αισθήσεις στη μεγάλη πύλη της ζωής. Την αφηγηματική δύναμη των ευαγγελίων διαδέχεται η συναισθηματική ένταση των τροπαρίων. Το θρήνο διαδέχεται ο θρίαμβος της ζωής. Η ίδια η ζωή είναι παρούσα μέσα σε αυτή, την Μεγάλη, εβδομάδα, γιατί εκεί πλάι στο μεγάλο νεκρό στέκεται ορθή η Μάνα, η ίδια η ζωή. Έστι κάπως εξηγείται η έκταση των τροπαρίων που απευθύνονται στην Παναγία μέσα στην καρδιά της Μεγάλης Εβδομάδας. Της απελπισίας  που σε απελπίζει από  το άγχος της απόδειξης του ηθικού σου μεγαλείου










[1] Ἰλ. 351-5
[2] Τὰ τρία μεγαθέματα τῆς Ἰλιάδας, κατὰ τὸν Δ.Ν.Μαρωνίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου