Ιχνηλατώντας το ανέφικτο· αναγνωστική περιπέτεια
και μεταφραστική αγωνία του τραγικού λόγου
Αρχίζω από το αυτονόητο: Η ανάγνωση είναι πράξη δημιουργική, γιατί
αίρει το αυτονόητο. Το κείμενο,
προβάλλει εξ ορισμού αντιστάσεις και καλεί σε αναμέτρηση. Όσο πιο
σημαντικό είναι ένα κείμενο τόσο πιο ασύμμετρη είναι η σχέση που αναπτύσσεται
μαζί του, τόσο πιο σίγουρα χαμένη η μάχη της κατάκτησής του νοηματικού του
πυρήνα. Τα μεγάλα κείμενα αναπτύσσουν
μία δυναμική την οποία αδυνατεί εξ ορισμού
να δαμάσει η δύναμη του αναγνώστη και η κατάρτιση του ειδικού, φιλολόγου ή
λογοτέχνη.
Προσερχόμαστε στις λυκειακές τάξεις με έναν θεωρητικό οπλισμό τον οποίον
αποκτήσαμε στις φιλοσοφικές σχολές και ο οποίος αποδεικνύεται αυτόματα
ανεπαρκής. Γιατί πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι στα μάτια των μαθητών μας
τα μεγάλα κλασικά κείμενα του 5ου π.Χ αι. παραμένουν νεκρά; Πώς
μπορεί να εξηγήσει κάποιος το γεγονός ότι –χρόνια τώρα- εγείρεται
προβληματισμός για το αν και σε ποιο βαθμό πρέπει τα αρχαία ελληνικά κείμενα να
διδάσκονται στη μορφή που γράφτηκαν, ή τουλάχιστον μας παραδόθηκαν, δηλ. από το
πρωτότυπο, ή από μετάφραση, όπως συνήθως λέμε;
Νομίζω πώς ο προβληματισμός ξεκινάει από ένα θεωρητικό σφάλμα, το οποίο θα
χαρακτήριζα σφάλμα ανάγνωσης: έχουμε διαβάσει
λαθεμένα τους αρχαίους μας συγγραφείς. Θέλω να πω ότι έχουμε διχοτομήσει,
πρωτίστως μέσα στα πανεπιστήμια, τα έργα αυτά σε σώμα και ψυχή, μορφή και
περιεχόμενο, γλώσσα και νόημα. Σαν να ήταν ευθύς εξαρχής δυνατή η ύπαρξη του
ενός ερήμην του άλλου. Επιτρέψτε μου αυτό τον σύντομο εισαγωγικό προβληματισμό·
τι έχει συμβεί στην πραγματικότητα;
Μας κυνηγάει σαν κατάρα ο τρόπος
που ανέγνωσαν τα κείμενα αυτά οι θεμελιωτές της κλασικής φιλολογίας στη
Δύση. Τότε που ο ελληνισμός έβγαινε από τον οθωμανικό ζυγό και αναζητούσε τις
υπαρξιακές του ρίζες. Οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς διαβάστηκαν μέσα στο πνεύμα
του ιστορικού θετικισμού, ως λείψανα ενός ένδοξου παρελθόντος ανεξάρτητα από
τις συνθήκες που τα γέννησαν. Η λαχτάρα του πρωτοτύπου και η αποκατάσταση της
αυθεντικότητάς του παραμέρισαν στα πανεπιστήμια κάθε άλλη δραστηριότητα γύρω
από τον πνευματικό του πυρήνα του κειμένου, τον υπαρκτικό του τρόπο. Θυμηθείτε
την έκρηξη που δημιουργήθηκε στις ομηρικές σπουδές όταν ο Wolf δημοσίευσε στα 1790 τα prolegomena ad Homerum. Το εντυπωσιακό είναι ότι χρόνια
τώρα σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια αφιερώνεται χώρος στην εισαγωγή της Ιλιάδας
και της Οδύσσειας για το ομηρικό ζήτημα· Υπήρξε ο Όμηρος; είναι και τα δύο έργα
του Ομήρου; Είναι προϊόντα γραπτής ή προφορικής παράδοσης; Έτσι κάπως ο Όμηρος τελεί
χρόνια τώρα σε καθεστώς φιλολογικής ομηρείας
Η επιδίωξη της αυθεντικότητας της μορφής δημιούργησε προτάγματα πέραν της
λογοτεχνικής και προπάντων φιλοσοφικής αξίας του πρωτοτύπου. Η μορφή
γιγαντώθηκε εις βάρος του περιεχομένου, το οποίο παραμερίστηκε, εξασθένησε και
εν τέλει νεκρώθηκε. Η επιστήμη ανέλαβε να ταριχεύσει λοιπόν ένα νεκρό σώμα και
στη συνέχεια να το τοποθετήσει στην προθήκη του μουσείου, στο οποίο
πρόσβαση είχαν μόνο οι ειδικοί, δηλ. οι
κλασικοί φιλόλογοι, οι παπυρολόγοι, οι επιγραφολόγοι, οι ελληνιστές και μέσα
στις σχολικές αίθουσες οι καθηγητές, οι αποκλειστικοί , μετά το Θεό,
διεκδικητές του 20. Έτσι, η αρχαία ελληνική λογοτεχνία μετονομάστηκε σε αρχαία
ελληνική φιλολογία στις πανεπιστημιακές έδρες και περιορίστηκε σε μάθημα
αρχαίων ελληνικών στις ταπεινές σχολικές τάξεις. Ποιος ήταν ο στόχος; Να
καταρτιστούν οι μαθητές στη μορφή του αρχαίου ελληνικού λόγου, ως ιδανικού
προτύπου, ως λόγου κατεξοχήν, αξεπέραστου
μορφωτικού αγαθού του δυτικού πολιτισμού. Αντίληψη εξ ορισμού εισαγόμενη και γι
αυτό ξένη. Πήραμε λοιπόν ένα γίγαντα και τον βάλαμε στις τάξεις με σκοπό να
τον θαυμάσουμε και εν τέλει να τον προσκυνήσουμε. Τελικά τον σκοτώσαμε με δύο
αποτελεσματικά όπλα που αποκτήσαμε στα πεδία εκπαίδευσής μας, τη γραμματική και
το συντακτικό. Και ιδού η εξίσωση: αρχαία = απολιθώματα παλιά, ξεχασμένα, άχρηστα. Οι μαθητές μας
ακολούθησαν απλά το δρόμο που εμείς τους υποδείξαμε.
Μίλησα για ξένη αντίληψη, γιατί στην πραγματικότητα αίρει τη συνέχεια της
γηγενούς παράδοσης. Δεν είναι ίδιος ο τρόπος που διαβάζουμε τα κείμενα εμείς και οι ξένοι. Από εδώ ακριβώς ξεκινάει η εσφαλμένη
μετανεωτερική θέση, ότι πρέπει να διδάσκουμε τα αρχαία ελληνικά σαν ξένη
γλώσσα. Αρχαία, όπως αγγλικά, γερμανικά κλπ. Ο διχασμός μορφής-σώματος και
περιεχομένου-ψυχής και η αδυναμία γεφύρωσής του είναι αυτός ακριβώς ο λόγος που
γεννά το δίλημμα μεταξύ αρχαιογλωσσίας και
αρχαιογνωσίας. Γι αυτό καταφεύγουμε στη μετάφραση, για να διεκπεραιώσουμε το
νόημα, και επιστρέφουμε στο πρωτότυπο για να ριχτούμε με πάθος στους κανόνες
της συνημμένης και της απόλυτης μετοχής. Δείτε πώς μεταφράζουμε: σαν να
χειρουργούμε. Το λεξικό ευαγγέλιο. Το ταμείο της νεοελληνικής γλώσσας κενό.
Φόβος μήπως προδώσουμε το πρωτότυπο και
γι αυτό ενοχή. Εδώ παραπέμπω στον σάλο
που προκάλεσε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η παράσταση της Ορέστειας από
το Βασιλικό Θέατρο στην πεζή συντηρητική δημοτική μετάφραση του Γεωργίου Σωτηριάδη. Όπως είναι γνωστό
τα γεγονότα υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιο
Μιστριώτη, ακραιφνή αρχαϊστή, ο οποίος είχε ερμηνεύσει και υπομνηματίσει τους
αρχαίους συγγραφείς, και κυρίως τους τραγικούς, βασιζόμενος σε σχόλια Γερμανών
μελετητών.
Για την οικονομία του χρόνου δεν σκοπεύω, ασφαλώς, να αναφερθώ στην
ιστορία της μετάφρασης του αρχαίου δράματος στη σύγχρονη Ελλάδα. Ούτε θα
επιχειρήσω να αποδείξω το αυτονόητο ότι η ιστορία της μετάφρασης του αρχαίου
ελληνικού δράματος είναι ταυτόχρονα η ιστορία της νεοελληνικής μας γλώσσας. Θα
εκθέσω μόνο ένα σύντομο προβληματισμό γύρω από τον τρόπο ανάγνωσης των αρχαίων
κειμένων, και κυρίως της τραγωδίας, μέσα στη σχολική τάξη.
Επιτρέψτε μου να πω εκ προοιμίου ότι ο προβληματισμός αυτός απορρέει από
την πολύχρονη τριβή μου με το αντικείμενο τόσο μέσα στις αίθουσες, ως γνωστικό
αγαθό όσο και στη θεατρική σκηνή στα πλαίσια
μιας μαθητικής παράστασης. Περιορίζομαι στην τραγωδία, γιατί ο Αριστοφάνης, ως
γνωστόν δεν έχει θέση στα σχολικά μας προγράμματα.
Πιστεύω στην ανάγκη της μετάφρασης, της όποιας μετάφρασης, από την
σχολαστικά φιλολογική μέχρι την ακραιφνώς λογοτεχνική, η οποία θα πλαισιώσει,
αλλά προς Θεού, δεν θα αντικαταστήσει την διδασκαλία του πρωτοτύπου. Η
μετάφραση δεν είναι μεταγραφή, δεν είναι απόδοση, πολύ δε περισσότερο δεν είναι
μεταγλώττιση. Είναι προϊόν μιας βασανιστικής σύγκρουσης με το πρωτότυπο, το
οποίο προτιμά να σημαίνει, αντί να ομιλεί. Και αυτή η σιωπή είναι η πιο
γοητευτική πρόκληση του φιλολόγου, του δασκάλου διότι του παρέχει άπειρα
περιθώρια ανάγνωσης, στα οποία ενυπάρχει μόριο της αλήθειας του πρωτοτύπου.
Τελικά όλες οι μεταφράσεις είναι το κείμενο, γιατί είναι η ιστορία του. Η
αλήθεια στοιχειοθετείται στο βαθμό που επαληθεύεται ως κοινωνική πράξη. Τα
παιδιά μέσα στην τάξη έχουν τη δυνατότητα να αναγνώσουν ποικίλες μεταφράσεις
της Αντιγόνης και να ιεραρχήσουν τις ποιότητες που διαλέγονται πιο προσωπικά
πιο λειτουργικά δηλ. με το πρωτότυπο. Κάθε μετάφραση είναι αναβαθμός της ουσίας
του πρωτοτύπου. Δεν διδάσκουμε αρχαία στα παιδιά. Αναγνώσεις διδάσκουμε. Σε
αυτές πατάνε για να ανηφορίσουνε το δρόμο του πρωτοτύπου. Ούτε εμείς μάθαμε
αρχαία στο Λύκειο. Θα τολμούσα να πω δεν μάθαμε αρχαία ούτε στο Πανεπιστήμιο. Απλώς,
όσοι ασχοληθήκαμε πέραν των τυπικών σπουδών με τη γλώσσα μας διαπιστώσαμε ότι
τα αρχαία μας κείμενα είναι κείμενα της παράδοσής μας η οποία υφίσταται ενεργή
όταν μεταφέρεται από τη μια γενιά στην άλλη. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκπίπτει σε
απολίθωμα, που, ναι, είναι καταδικασμένο σε θάνατο. Μια τέτοια διαλεκτική
ανάμεσα στο πρωτότυπο-κείμενο και την ανάγνωση-μετάφραση είναι στην πραγματικότητα η σημαντικότερη
ερμηνευτική προσέγγιση, γιατί γεφυρώνει τη μορφή με το περιεχόμενο σε άρρηκτη
ενότητα. Ουσιαστικά αποκαλύπτει στα παιδιά ότι η γλώσσα είναι νόημα, γιατί
ψηλαφίζει τον πυρήνα του. Όσες οι μεταφράσεις-αναγνώσεις τόσες ερμηνείες.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω ενδεικτικά μερικά παραδείγματα:
Αντιγράφω τους γνωστούς στίχους 635-638 της Αντιγόνης
Ο Κρέων έχει αποφασίσει την θανατική καταδίκη της Αντιγόνης και μετά το
σύντομο λυρικό μέρος εισέρχεται στον σκηνικό χώρο ο Αίμων ο οποίος εκφέρει τους
παρακάτω στίχους
πάτερ, σός εἰμι,
καὶ σύ μοι γνώμας ἔχων
χρηστὰς ἀπορθοῖς, αἷς ἔγωγ᾽ ἐφέψομαι.
ἐμοὶ γὰρ οὐδεὶς ἀξιώσεται γάμος
μείζων φέρεσθαι σοῦ καλῶς ἡγουμένου.
χρηστὰς ἀπορθοῖς, αἷς ἔγωγ᾽ ἐφέψομαι.
ἐμοὶ γὰρ οὐδεὶς ἀξιώσεται γάμος
μείζων φέρεσθαι σοῦ καλῶς ἡγουμένου.
Τι λέει ο νεαρός στον πατέρα του; Ότι τον ακολουθεί επειδή σκέφτεται και
καθοδηγεί σωστά, ή ότι θα τον ακολουθήσει εάν και εφόσον το κάνει; Να ένας
καλός τρόπος να διδάξεις την πυκνή δομή της αρχαίας ελληνικής, τη μετοχή σε
σχέση με την αναλυτική της νέας, την πρόταση. Και πάλι όμως, ρωτάνε τα παιδιά,
ποιο είναι το σωστό; Η οπτική του μεταφραστή και του σκηνοθέτη τους απαντώ. Τα
μεγάλα κείμενα, όπως είπα στην αρχή, διαλέγονται, ρωτούν δεν δίνουν απαντήσεις.
Όπως καταλαβαίνετε εδώ η μετάφραση δεν
λειτουργεί ως τρόπος να υπερβούμε τη δυσκολία, αντίθετα γίνεται όχημα της
γλωσσικής αγωνίας να εκτιναχθεί στην αυθεντικότητα του νοήματος.
Φέρνω ένα ακόμα παράδειγμα από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου· η
Κλυταιμνήστρα έχει απλώσει τον πορφυρό τάπητα επί του οποίου καλείται να
βηματίσει εισερχόμενος στο παλάτι ο μελλοθάνατος Αγαμέμνων. Η βασίλισσα τελεί
εν παραφορά, βράζει μέσα της το ποτάμι της εκδίκησης έτοιμο να πνίξει τον
αλαζόνα σύζυγο, τον κατακτητή της Τροίας. Όμως δεν πρέπει να το δείξει. Οφείλει
να καθησυχάσει τις αναστολές του Αγαμέμνονα ο οποίος εκλαμβάνει την
πορφυροβασία ως πράξη ὕβρεως. Και τότε λέει:
ἔστιν θάλασσα –τίς δέ νιν κατασβέσει; –
υπάρχει
θάλασσα και ποιος θα τη σβήσει;
Μα σβήνει η
θάλασσα; Μήπως αδειάζει, στερεύει ή στεγνώνει; Αυτό λέει ο κοινός νους. Αυτό
φαίνεται πως σπεύδουν να δηλώσουν οι
παρακάτω μεταφράσεις που παραθέτω
ἔχει
κι ἄν ἔχη ἡ θάλασσα! Ποιός θὰ τὴ σώση; (Ι.
Γρυπάρης)
Ὑπάρχει
ἡ θάλασσα και ποιός θά τήν ἀδειάσει; (Κ. Χ. Μύρης)
Όμως ο
Αισχύλος δεν λέει αυτό. Το ρήμα κατασβέννυμι είναι κοινόχρηστο στα Νέα Ελληνικά
και η σημασία του είναι αυτή που όλοι εννοούμε. Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει
αδειάζω, στερεύω κλπ. Πώς χωράει όμως στο νου μια θάλασσα που σβήνει; Για να
εννοήσουμε εδώ τη γλώσσα πρέπει να επιστρατεύσουμε τις αισθήσεις και να
αναρριχηθούμε στα συναισθήματα
Τι λέει η
Κλυταιμνήστρα;
Η
θάλασσα της επιστροφής γίνεται φωτιά της εκδίκησης
Η
φωτιά της εκδίκησης που σιγοκαίει μέσα της είναι κόκκινη σαν το αίμα
Κόκκινο
είναι το αίμα που σιγοβράζει
περιμένοντας να χυθεί όπως η θάλασσα
Είναι φανερό ότι το κατασβέσει του πρωτοτύπου δεν το απέδωσε
καμία μετάφραση και ασφαλώς όχι από ανεπάρκεια του μεταφραστή αλλά από αδυναμία
της ίδιας της γλώσσας να εξαντλήσει κατά λόγον (δηλ. με λογικά μέσα) το
αβυσσαλέο βάθος των συναισθημάτων που
τελούν υπέρ λόγον. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση η κάθε μετάφραση είναι χρήσιμη
ως τρόπος ανάγνωσης του πρωτοτύπου, εν τέλει ως ιχνηλασία του νοήματος, ως
νόημα εν δυνάμει.
Ολοκληρώνοντας αυτό τον σύντομο προβληματισμό επιτρέψτε μου
να επισημάνω ότι η δυσκολία είναι ίδιον του υψηλού. Και υψηλό δεν είναι μόνο το
αρχαίο είναι κάθε γνήσια ανθρώπινη έκφραση που ανιχνεύει το λόγο των πραγμάτων.
Τα αρχαία μας κείμενα έθεσαν τα κατ’ αρχήν ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα οποία εμείς έχουμε την υψηλή
αποστολή να μετακενώσουμε στους μαθητές μας. Οι μεγάλοι ποιητές δεν είναι
απέναντί μας· είναι φτιαγμένοι από το δικό μας υλικό, γι αυτό επαναλαμβάνονται
στους αιώνες αγωνιώντας να βρουν το κλειδί που θα ανοίξει διάπλατα το νόημα της
ανθρώπινης μοίρας:
ἔτσι κι ἐγώ, μαθημένος ὄντας νὰ
σμικρύνω τὰ ἰῶτα καὶ νὰ
μεγεθύνω ταὰ ὄμικρον
ἕνα ρῆμα μηχανεύομαι· ὅπως ὁ
διαρρήκτης τὸ ἀντικλείδι του
Ὀ. Ἑλύτης (τὰ ἐλεγεῖα τῆς ὀξώπορτας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου