Αφήνω πίσω μου τον χωμάτινο όρμο. το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα. εκεί που
ξεπλένεται κάθε ίχνος γης, κάθε βεβαιότητα μετάβασης. παλινδρομώ. ο νους μου αιχμάλωτος
στους φόβους γύρω μου, μέσα μου. πάω όπου ο φόβος μου. στην πορεία μου αρπάζομαι
από μια νέα προστακτική, να με ακούσει το νερό που ξεπλένει του χώμα. του λέω: πάρε
μου το φόβο. είναι ίσως η πρώτη φορά που τα χείλη μου σχηματίζουν ήχους του καθορισμένου,
του σχηματισμένου, του υπαρκτού. σα να μη φοβάμαι το φόβο αλλά το υποκείμενο
του, εμένα τον ίδιο.
συνεχίζω: σου φέρνω εμένα τον ίδιο, το φόβο τον ίδιο. πάρε με στα χέρια σου
και συντάραξε με. ξεθεμέλιωσε το φόβο μου, όπως τους φόβους των προπατόρων μου πάνω
στις ακρώρειες, στα άβατα που κατοικείς. μέσα σε χρόνους αγωνίας έμαθα πως υπάρχω,
πως είμαι εγώ κι άλλος κανείς. κι αυτή η γνώση με γέμισε με αληθινή μοναξιά. είμαι
πιο κοντά σου, το ξέρω. κι εσύ το ξέρεις. πιάσε το χέρι αυτό κι ας είναι τρομακτική
η μετάβαση στη γη που είμαι εγώ και είσαι εσύ. τον άλλον τον άφησα πίσω στον όρμο
κάτω από σωρούς χωμάτων. μιλώ γι αυτόν, ψελλίζω γι αυτόν, σαν το δέρμα φιδιού
που μένει γδαρμένο επάνω στην πέτρα. φοβάμαι μήπως με ξεγελάσει η πολυχρωμία
του, φοβάμαι μήπως το ανασύρω από το χώμα. κράτα Θεέ μου μακριά το χέρι αυτό από
ετούτο το χώμα.
εδώ στην πρώτη ακρώρεια, την πρώτη κρεμασιά του ουρανού, την πρώτη υποψία
πως υπάρχει γη, γιατί όλα είναι γύρω ουρανός και πουθενά η αρχή, πουθενά τελειωμός.
Εδώ, Θεέ μου, πες μου τις πρώτες σου λέξεις ξανά απ' την αρχή και σου υπόσχομαι
εγώ πως θα θάψω βαθιά μες στο χώμα ό, τι άκουσα από άλλον. εδώ που οι λιγνοί ίσκιοι
ντυμένοι το φως σεργιανίζουν στα υπερώα, τα τόξα, τις σκιερές ατραπούς.
εδώ, Θεέ μου, στην πρώτη στάση αυτού του ταξιδιού, πάρε από μέσα μου το φως
που με πολεμά, κι άσε με ίσκιο, να μπλεχτώ μαζί με τους άλλους τους ίσκιους, να
με κάνουν συμμέτοχο στα ξόρκια, τους ψίθυρους, τις αρές που ψελλίζουν στο αφτί
σου κι εσύ τρομαγμένος απλώνεις το χέρι και στήνετε μαζί το χορό εναντία στη μέρα
που ανοίγει τα αετίσια φτερά της και τη σκιάζετε και αποκαμωμένη την κάνετε να λιγοστέψει
σαν το κερί μέσα στη νύχτα.
δεν έχω, Θεέ μου, τίποτα άλλο να πω όταν μιλώ μαζί σου, εκτός από προστακτικές,
για να σου πω πόσο βαθιά με κατοίκισες και δεν μπορώ να σου ξεφύγω. και βαραίνω
και η γη με κρύβει στα ερέβη της, διεκδικεί την οριστική θέση μου, σαν τη λέξη
που στοίχειωσε το νόημα της κι άλλος κανείς πέρα απ τον ποιητή δεν τόλμησε πότε
να την πει. σαν τη λέξη που γαντζώθηκε στο νόημα της και μετέωρη κρέμεται πάνω
απ τη λήθη.
Θεέ μου, εδώ στην επικράτεια σου μου ψιθύρισες δυο λέξεις κι εγώ, οικονομώντας
το φως, άφησα τη μια κοντά σου και την άλλη φεύγοντας πήρα μαζί, για να χω ένα λόγο
να σε φωνάζω μες στο σκοτάδι, να ταράζω τον ύπνο σου, να μένει ακοίμητη η έγνοια
σου για μένα. να σου θυμίζω πως με κοίμισες σε κάμαρες κατοικημένες που δε δύει
πότε το φως και πως εκεί οφείλεις πάλι να με κατοικίσεις. σκιαγμένος απ ' τις λέξεις
σου ένοιωσα πως δεν είναι τόσο ακίνητη η νύχτα, ούτε το φως τόσο απόλυτο και πιάστηκα
απ' την άκρη του ρούχου σου κι ακούς το διασκελισμό μου και τ' αφτιά σου βροντή
το αλύχτισμα του κριματος μου.
είμαι ο άμαθης των υδάτων, ο ανίδεος των φύλλων, των δρόμων των δασύσκιων είμαι
ο μαθητής. πάνε χρόνια που ένας άυπνος μεσημβρινός ίσκιος με σήκωσε από τα λευκά
σεντόνια και με έσπρωξε στον κρυφό πυρήνα της ζωής και από τότε η έγνοια μου είναι
της φυγής. και εδώ σε τούτες τις ακρογιαλιές που ακοίμητες κρατεί το κύμα, σ' αυτούς
τους αρσαναδες, μου θύμισες, Θεέ, το χρέος μου το παλιό.
εδώ, σ´ αυτούς τους πανάρχαιους θολούς κρέμονται ακοίμητοι οι φρουροί σου
οι ανήμεροι. ματαιότης θηρεύει το ακαριαίο το βλέμμα, το αέρινο τίναγμα του χιτώνα
του αρχαίου. καραδοκώ κρυμμένος στα τοξωτά περάσματα να φυλακίσω τους προαιώνιους
φύλακες της δόξας σου στο σκοτεινό κουτί της φωτογραφικής μηχανής μου. ένα ακοίμητο
μάτι με παρακολουθεί σα να μου λέει "μη ταράζεις τον ύπνο της δικαιοσύνης"
αποσύρω το βλέμμα από ανθρώπου μορφή και το σέρνω στου τοίχου τη χαλασιά, ίσια
επάνω στην καρδιά του άφατου. και τότε εμπρός μου αποκαλύπτεται το θηρίο το χάσκον
ποταμούς κραυγών και οδυρμών. ο αέρας απρόσκλητος συρίζει στο φόβο αντίφωνα. αλλά
ο φόβος αυτός έχει εικόνα κι η ψυχή εννοεί το παρόν το αμετάκλητο, το τρομερό.
καλπάζουν μπροστά μου οι άγιοι αιώνες κι εγώ ενωτίζομαι το κάλλος. οι ώρες αντικρύ
μου αμίλητες βροντούν το αναπόφευκτο: στην
ομορφιά δε μπαίνεις παρά απ την πόρτα του δέους. κι αν βροντάς για ν' ανοίξει
να βγεις, είναι γιατί η θάλασσα εντός σου ορθή δε χωράει και αντιστέκεσαι στο βυθό
του μυρωδάτου πνιγμού. κι όσο οι ώρες οι ανείπωτες παρελαύνουν εμπρός σου εννοείς
πως το κρίμα κι η αγιότητα κοιμούνται μαζί στο δωμάτιο του φόβου. κι ο φόβος είναι
το τίμημα του κάλλους του δρομαίου, του ερχόμενου. και πως μέσα εκεί κλεισμένος,
ψυχή μου, εννοείς το αρχαίο σου βήμα να σε πάει ίσια πάνω στην κόψη του μη και του δεν.
πως όλες αυτές οι χτισμένες μορφές είναι ο φόβος ο ίδιος που άγιασε, είναι
ο άγιος φόβος. κι από την αγιότητα κανείς δε γλιτώνει, όπως θα λέγε, αν είχε φωνή,
η σκοτωμένη ομορφιά που θρήνησες, όταν βρόντησες πίσω σου την πόρτα του φόβου
κι απόμειναν τα δυο σου μάτια γεφύρια ολοσκότεινα του πυκνού του αέρα, του μυρωδάτου
που έκαψε η ζωή στο πέρασμα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου