Βιάστηκε να ξημερώσει εκείνο το πρωί
Ξύπνησα με την προθυμία του ταξιδιώτη
Απέναντί μου ανοιχτή η θέα του δρόμου
μια καρέκλα, ένα τραπέζι και μια κουρτίνα
διάτρητη από φως
Ακολουθώ τα βήματά μου.
Περνώ απ’ το σπίτι της γιαγιάς
Μου γνέφει από το βάθος της αυλής
Αδύνατο ν’ αντισταθώ σε τόσο φως
Κερνάει κυδώνι και βανίλια
Βαπτισμένη στο γυαλί
Στερνή φορά μεταλαμβάνω τη βρώση των νεκρών
-Φεύγεις; μου λέει
-Φεύγω, γιαγιά. Έχω ταμένο το ταξείδι αυτό
Αμείλικτη η μέρα. Πολύβουο τ’ αεροδρόμιο
Μπαίνω στ’αεροπλάνο
πλήρης επαναφορά στον πλακούντα της ζωής
είχα ονειρευτεί πολλές φορές αυτή την απογείωση
ποτέ όμως δε μπορούσα να φανταστώ πως
θα τα ταξίδευα χωρίς αποσκευές
Ξύπνησα με την προθυμία του ταξιδιώτη
Απέναντί μου ανοιχτή η θέα του δρόμου
μια καρέκλα, ένα τραπέζι και μια κουρτίνα
διάτρητη από φως
Ακολουθώ τα βήματά μου.
Περνώ απ’ το σπίτι της γιαγιάς
Μου γνέφει από το βάθος της αυλής
Αδύνατο ν’ αντισταθώ σε τόσο φως
Κερνάει κυδώνι και βανίλια
Βαπτισμένη στο γυαλί
Στερνή φορά μεταλαμβάνω τη βρώση των νεκρών
-Φεύγεις; μου λέει
-Φεύγω, γιαγιά. Έχω ταμένο το ταξείδι αυτό
Αμείλικτη η μέρα. Πολύβουο τ’ αεροδρόμιο
Μπαίνω στ’αεροπλάνο
πλήρης επαναφορά στον πλακούντα της ζωής
είχα ονειρευτεί πολλές φορές αυτή την απογείωση
ποτέ όμως δε μπορούσα να φανταστώ πως
θα τα ταξίδευα χωρίς αποσκευές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου