ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ καὶ σκιάζεις τὰ ἐλάφια
δώσ’ μου ἕνα τόπο νὰ σταθῶ, χορτάρι νὰ μερέψω
γιατὶ στὰ βάθη τῆς νυχτιᾶς μεσάνυχτα τῆς θλίψης
μὲ κυνηγάει ἕνα πουλὶ ἕνα πνιγμένο ἀηδόνι
καὶ μ’ἕνα στάχτινο φτερὸ ἕνα σφαγμένο χέρι
καρφώνει τὴ φωνίτσα του στὸ ἀνήμπορό μου στῆθος
Τότε βροντᾶ τὴ θλίψη μου ἡ ἀνήμερη πνοή μου
ὅπως τὸ ψάρι δέρνεται βαθιὰ στὴ σκοτεινάγρα
ποὺ εἶδε ἀπ’ τὸν ἥλιο στὸ βυθὸ νὰ ἁπλώνεται τὸ δίχτυ
καὶ τράνταξε μὲ τὴν οὐρὰ τὸ Χάρο τῆς ἀβύσσου
Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ μέσα σὲ τόση ἐρημιὰ
ποῦ θα’ βρω νὰ μερέψω;
Λιγόστεψα σὰ νάρκισσος στὰ βάθη τῆς γαλήνης …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου