Τώρα, εγώ, εδώ, τρεις λέξεις βαριές σαν το μολύβι, που πρέπει μόνος μου να διαχειριστώ ακούγοντας τη δική μου σιωπή, αυτή που άφησα φεύγοντας μέσα σε τόνους βιβλίων, μέσα σε πακτωλούς από χαρτιά και σημειώματα..
Σάββατο 9 Ιουλίου 2011
Τρίτη 5 Ιουλίου 2011
Πρωτοχρονιά
Ἐ. Βενιζέλου, πρώην Πανεπιστημίου,
καὶ 28ης Ὀκτωβρίου, πρώην Πατησίων.
Διασταύρωση παλιῶν προορισμῶν.
Στὸ μεταίχμιο τοῦ χρόνου ποιός θυμᾶται;
Ἄκυρη ἡ μνήμη
Σὰν ξεχασμένο καρφί στὸν τοῖχο
Ποὺ κλείστηκε στὸ ἀμείλικτο
περίγραμμα τῆς σιωπῆς του
Κατὰ κεῖ ποὺ ατενίζει ὁ ἀέναος δείκτης
Σὰν ἀναγκαῖος προορισμός
Σὰ νά’ θελε ὁ δρόμος ποὺ μᾶς πάει
Νὰ βηματίσουμε ξανὰ στὰ ἴδια χνάρια
Νὰ συλλαβίσουμε ξανὰ τὰ
ἴδια ὀνόματα σὰν ξόρκια
τοῦ ἀναπόφευκτου χαμοῦ
Σήμερα συνάντησα
Μιὰ μνήμη
Ἐνδεδυμένη τὸ ἀρχαῖο της σχῆμα
Ξεκούμπωσα τὴ σιωπή
- Νῖκο, μοῦ εἶπε, δὲν
τὸ πιστεύω
- οὔτε κι ἐγώ, ἤθελα νὰ πῶ,
πῶς ξέφτισε ἔτσι τὸ φεγγάρι
σ’ ἐκεῖνο τὸ χαμόγελο
- ποῦ εἶσαι;
- Κορφολογῶ παλιοὺς ἀνεμοδεῖκτες. Ἐσύ;
- Παντρεύτηκα
Ἔχω δυὸ γιοὺς
Ἀγόρασα ὀροφοδιαμέρισμα
- κι ἐγώ, ὑποδαυλίζοντας ἐλπίδες
καὶ λυγμούς, ρώτησα. Κι ὁ Κώστας;
- πῆρε τὴν Κική
ἀπέκτησε δυὸ γιους
- κι οἱ ἄλλοι;
- Δὲν ξέρω
Κρυφές τοῦ φόβου συμμαχίες
Εἰρωνικές συντυχίες ὀνομάτων
Ἀποκαθήλωσα ἀπ’ τοὺς τοίχους μου
τὶς μνῆμες
καὶ τώρα χάμω πεταμένες
χάσκοντας μὲ καλοῦν
στὸ δικό τους θάνατο
πισοπατῶ, τρομάζω τὸ κενό
Ποῦ πήγε ἡ κόμη ποὺ
Σημάδευε ψηλά
Στὴν ἐπικράτεια τοῦ ἀνέμου;
Χρόνια γυμνά
Στὸ σχῆμα τοῦ ἀλαφιοῦ
Πρόσωπα
Ποὺ ἔγιναν
Ὀνόματα
Ὀνόματα
Ποὺ ἀπόμειναν
Μνῆμες
Μνῆμες
Ποὺ λιγόστεψαν
Σὰν τὴν ἀχνή ἀνάσα
Στὸ θαμπὸ γυαλί
Ναυτίλε
Τῆς ἀγνοημένης μου φωνῆς
Ὁδήγα με μακριά
Πέρα
Ἀπ’ τοὺς ἰδιόκτητους
Τοίχους τοῦ θανάτου
Ἀποζητῶ
Τὴ θύελλα τῶν ἀνείπωτων λόγων
Τὴν τρικυμία τῶν
Πικρῶν ρημάτων
διεκδικῶ
καὶ 28ης Ὀκτωβρίου, πρώην Πατησίων.
Διασταύρωση παλιῶν προορισμῶν.
Στὸ μεταίχμιο τοῦ χρόνου ποιός θυμᾶται;
Ἄκυρη ἡ μνήμη
Σὰν ξεχασμένο καρφί στὸν τοῖχο
Ποὺ κλείστηκε στὸ ἀμείλικτο
περίγραμμα τῆς σιωπῆς του
Κατὰ κεῖ ποὺ ατενίζει ὁ ἀέναος δείκτης
Σὰν ἀναγκαῖος προορισμός
Σὰ νά’ θελε ὁ δρόμος ποὺ μᾶς πάει
Νὰ βηματίσουμε ξανὰ στὰ ἴδια χνάρια
Νὰ συλλαβίσουμε ξανὰ τὰ
ἴδια ὀνόματα σὰν ξόρκια
τοῦ ἀναπόφευκτου χαμοῦ
Σήμερα συνάντησα
Μιὰ μνήμη
Ἐνδεδυμένη τὸ ἀρχαῖο της σχῆμα
Ξεκούμπωσα τὴ σιωπή
- Νῖκο, μοῦ εἶπε, δὲν
τὸ πιστεύω
- οὔτε κι ἐγώ, ἤθελα νὰ πῶ,
πῶς ξέφτισε ἔτσι τὸ φεγγάρι
σ’ ἐκεῖνο τὸ χαμόγελο
- ποῦ εἶσαι;
- Κορφολογῶ παλιοὺς ἀνεμοδεῖκτες. Ἐσύ;
- Παντρεύτηκα
Ἔχω δυὸ γιοὺς
Ἀγόρασα ὀροφοδιαμέρισμα
- κι ἐγώ, ὑποδαυλίζοντας ἐλπίδες
καὶ λυγμούς, ρώτησα. Κι ὁ Κώστας;
- πῆρε τὴν Κική
ἀπέκτησε δυὸ γιους
- κι οἱ ἄλλοι;
- Δὲν ξέρω
Κρυφές τοῦ φόβου συμμαχίες
Εἰρωνικές συντυχίες ὀνομάτων
Ἀποκαθήλωσα ἀπ’ τοὺς τοίχους μου
τὶς μνῆμες
καὶ τώρα χάμω πεταμένες
χάσκοντας μὲ καλοῦν
στὸ δικό τους θάνατο
πισοπατῶ, τρομάζω τὸ κενό
Ποῦ πήγε ἡ κόμη ποὺ
Σημάδευε ψηλά
Στὴν ἐπικράτεια τοῦ ἀνέμου;
Χρόνια γυμνά
Στὸ σχῆμα τοῦ ἀλαφιοῦ
Πρόσωπα
Ποὺ ἔγιναν
Ὀνόματα
Ὀνόματα
Ποὺ ἀπόμειναν
Μνῆμες
Μνῆμες
Ποὺ λιγόστεψαν
Σὰν τὴν ἀχνή ἀνάσα
Στὸ θαμπὸ γυαλί
Ναυτίλε
Τῆς ἀγνοημένης μου φωνῆς
Ὁδήγα με μακριά
Πέρα
Ἀπ’ τοὺς ἰδιόκτητους
Τοίχους τοῦ θανάτου
Ἀποζητῶ
Τὴ θύελλα τῶν ἀνείπωτων λόγων
Τὴν τρικυμία τῶν
Πικρῶν ρημάτων
διεκδικῶ
De profundis
ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ καὶ σκιάζεις τὰ ἐλάφια
δώσ’ μου ἕνα τόπο νὰ σταθῶ, χορτάρι νὰ μερέψω
γιατὶ στὰ βάθη τῆς νυχτιᾶς μεσάνυχτα τῆς θλίψης
μὲ κυνηγάει ἕνα πουλὶ ἕνα πνιγμένο ἀηδόνι
καὶ μ’ἕνα στάχτινο φτερὸ ἕνα σφαγμένο χέρι
καρφώνει τὴ φωνίτσα του στὸ ἀνήμπορό μου στῆθος
Τότε βροντᾶ τὴ θλίψη μου ἡ ἀνήμερη πνοή μου
ὅπως τὸ ψάρι δέρνεται βαθιὰ στὴ σκοτεινάγρα
ποὺ εἶδε ἀπ’ τὸν ἥλιο στὸ βυθὸ νὰ ἁπλώνεται τὸ δίχτυ
καὶ τράνταξε μὲ τὴν οὐρὰ τὸ Χάρο τῆς ἀβύσσου
Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ μέσα σὲ τόση ἐρημιὰ
ποῦ θα’ βρω νὰ μερέψω;
Λιγόστεψα σὰ νάρκισσος στὰ βάθη τῆς γαλήνης …
δώσ’ μου ἕνα τόπο νὰ σταθῶ, χορτάρι νὰ μερέψω
γιατὶ στὰ βάθη τῆς νυχτιᾶς μεσάνυχτα τῆς θλίψης
μὲ κυνηγάει ἕνα πουλὶ ἕνα πνιγμένο ἀηδόνι
καὶ μ’ἕνα στάχτινο φτερὸ ἕνα σφαγμένο χέρι
καρφώνει τὴ φωνίτσα του στὸ ἀνήμπορό μου στῆθος
Τότε βροντᾶ τὴ θλίψη μου ἡ ἀνήμερη πνοή μου
ὅπως τὸ ψάρι δέρνεται βαθιὰ στὴ σκοτεινάγρα
ποὺ εἶδε ἀπ’ τὸν ἥλιο στὸ βυθὸ νὰ ἁπλώνεται τὸ δίχτυ
καὶ τράνταξε μὲ τὴν οὐρὰ τὸ Χάρο τῆς ἀβύσσου
Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ μέσα σὲ τόση ἐρημιὰ
ποῦ θα’ βρω νὰ μερέψω;
Λιγόστεψα σὰ νάρκισσος στὰ βάθη τῆς γαλήνης …
Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011
ἄτιτλον
ἔγειρες χτὲς
καὶ ψέλλισες στὸ ἀφτί μου
ἕνα τίτλο
Σοῦ εἶπα: "Τὸν ξέρω"
ἀλλὰ δὲν ἔχω ὑπότιτλο
κι ἔτσι βουβὸς
μέσ' στὴ σιωπὴ πῶς νὰ μιλήσω;
Μοῦ εἶπες τὸν ὑπότιτλο
φτερούγισα μέσ' στῆς ἀράχνης τὸν ἰστὸ
νὰ τὸν ἁρπάξω
γιὰ νὰ μὴ χάσω αὐτὸ τὸ ψέλλισμα
ποὺ ἔμοιαζε προσδοκία
Συνταίριαξα λοιπὸν
τίτλο καὶ ὑπότιτλο
παρέταξα καρέκλες στῆ σειρὰ
κι ἔστησα ἀπέναντί μου
τὴν ὀθόνη
πεδίο βολῆς αύτὴ κι ἐγὼ
κοιτιόμασταν ἀμείλικτα στὰ μάτια
κάθισα στὴν πρώτη θέση τῶν ἐπισήμων
καὶ σὲ περίμενα
νὰ κάνεις ἐνεργὸ τὸν τίτλο
μὲ τὴ φωνὴ τοῦ ὑποτίτλου σου
Μα ἐσὺ δὲν ἦρθες
κι ἀπόμεινα συλλέκτης τίτλων
καὶ ψέλλισες στὸ ἀφτί μου
ἕνα τίτλο
Σοῦ εἶπα: "Τὸν ξέρω"
ἀλλὰ δὲν ἔχω ὑπότιτλο
κι ἔτσι βουβὸς
μέσ' στὴ σιωπὴ πῶς νὰ μιλήσω;
Μοῦ εἶπες τὸν ὑπότιτλο
φτερούγισα μέσ' στῆς ἀράχνης τὸν ἰστὸ
νὰ τὸν ἁρπάξω
γιὰ νὰ μὴ χάσω αὐτὸ τὸ ψέλλισμα
ποὺ ἔμοιαζε προσδοκία
Συνταίριαξα λοιπὸν
τίτλο καὶ ὑπότιτλο
παρέταξα καρέκλες στῆ σειρὰ
κι ἔστησα ἀπέναντί μου
τὴν ὀθόνη
πεδίο βολῆς αύτὴ κι ἐγὼ
κοιτιόμασταν ἀμείλικτα στὰ μάτια
κάθισα στὴν πρώτη θέση τῶν ἐπισήμων
καὶ σὲ περίμενα
νὰ κάνεις ἐνεργὸ τὸν τίτλο
μὲ τὴ φωνὴ τοῦ ὑποτίτλου σου
Μα ἐσὺ δὲν ἦρθες
κι ἀπόμεινα συλλέκτης τίτλων
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)