ΟΜΙΛΟΣ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ


Πορεία στὸν τραγικὸ χρόνο

Το κείμενο αὐτὸ συμπυκνώνει πολυετῆ πορεία στὸ βιωμένο χρόνο της Παιδείας, δηλαδὴ τὸ χρόνο ποὺ μετουσιώνει τὴ στιγμὴ σὲ διαρκὲς παρόν, τὸ θέατρο
Στὶς μέρες μας προβάλλει ἰδιαίτερα καίριο τὸ ἐρώτημα: Τί νόημα ἔχει νὰ διδάσκονται τὰ παιδιά στὴ μεταιχμιακή ἡλικία τῶν 15-16 χρόνων, δηλαδή στὴν πιὸ λαμπερή στιγμή τῆς ζωῆς τους, ἕνα κείμενο μὲ τὸ ὁποῖο γαλουχήθηκαν γενεές γενεῶν, ἕνα κείμενο χιλιοδιαβασμένο καὶ ἄρα ἐξαντλημένο μέσα στὶς πολλαπλές του ἀναγνώσεις; Ποιός εἶναι ὁ λόγος νὰ ἐπαναλαμβάνονται σὰ μονότονο ρεφρέν ἐκεῖνα τὰ ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα…  καὶ οὔτοι συνέχθειν ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν… τῆς Ἀντιγόνης τοῦ Σοφοκλῆ,  τὴ στιγμή τῆς ἐπιστροφῆς ἀπό τὴ ρέμβη τοῦ Καλοκαιριοῦ στὴν ἑτοιμότητα τοῦ Φθινοπώρου; Γιατί ἡ στίλβουσα λάμψη τῶν θερινῶν φώτων, ἡ ἁπλωσιά τῶν ἤχων, ἡ ρώμη τῶν σωμάτων, ἡ ἱλαρότητα τῶν χρωμάτων καὶ ἡ  ἀκλόνητη βεβαιότητα τῆς νιότης νὰ ἐξαργυρώνονται – σὰ σκληρό πεπρωμένο- μὲ ἐνιάμηνη θητεία στοὺς θρήνους καὶ τοὺς ὀλολυγμούς;  Μὲ ἄλλα λόγια, ποιὸ εἶναι ἐπιτέλους τὸ κέρδος τῆς ἐπαφῆς μὲ τοὺς ἀρχαίους κλασσικούς, καὶ εἰδικώτερα μὲ τὴν τραγωδία;
Τὸ ἐρώτημα αὐτοαναιρεῖται μέσα στὴν ἁπλοϊκότητά του. Δὲ χρειάζεται νὰ ἐπιχειρηματολογήσει κανείς ὑπέρ τοῦ ὅτι ἡ ἑλληνική κλασσική παιδεία συνιστᾶ θεμέλιο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, δηλαδὴ τῆς πραγματικότητάς μας. Πολὺ δὲ περισσότερο νὰ επαναλάβει τὸ κοινότυπο ὅτι τὰ ἐκπαιδευτικά προγράμματα σχεδιάζονται μὲ κριτήριο ὄχι μόνο τὴν ἐνδυνάμωση τοῦ νοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκεραίωση τῆς ψυχῆς. Δασκαλίστικο τὸ πρῶτο, ἠθικολογικό τὸ δεύτερο. Ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν ξορκίζεις τὰ συνθήματα ποὺ κραυγάζουν μὲ λέξεις ποὺ σιωποῦν. Τὰ παιδιὰ βαριοῦνται˙ βαρεθήκαμε κι ἐμεῖς, βεβαρυμένοι  ἀπὸ τὴ μονοτροπία τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ συρρικνώνει δραματικὰ τὸν ὁρίζοντα τῆς ὑπάρξεως.
Πυρῆνας τοῦ τραγικοῦ ἔργου εἶναι ὁ μῦθος. Μιὰ σύμπτωση συνταρακτικῶν γεγονότων ποὺ ταλανίζουν τὴν ὕπαρξη, τὴν ξεθεμελιώνουν καὶ τὴν ἀναδομοῦν. Ὅταν λέω σύμπτωση δὲν ἐννοῶ τυχαία παράθεση γεγονότων, ἀλλὰ σύνθεση[1] τῶν πιὸ μεστῶν σὲ νόημα ἐμπειριῶν ποὺ δύνανται καθεαυτὲς νὰ συγκλονίσουν τὴν ὕπαρξη καὶ νὰ τὴ σύρουν στὴν ἐνάντια μεταβολή, νὰ τὴν ἀπογειώσουν ἀπὸ τὴ μερικότητα τῆς ἐμπειρίας στὴν καθολικότητα τῆς γνώσης. Γι αὐτὸ ἀφορμᾶται ἀπὸ ἀκραῖα γεγονότα ποὺ παρουσιάζουν μοναδικὴ συμπύκνωση˙  ἕνα  σφάλμα, προϊὸν ἐλεύθερης ἐπιλογῆς, ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης δικαιοδοσίας (ὕβρις) προκαλώντας τὴν ὀδυνηρὴ παρέμβαση  τοῦ θείου (ἄτη) μὲ τὴν ὁποία ἀποκαθίσταται ἡ κλονισμένη τάξη (νέμεσις) καὶ ἀποκαθαίρεται ὁ νοῦς. 
Αὐτὴ ἡ τάξη τῶν γεγονότων ὁριοθετεῖται χρονικὰ «ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου», διδάσκει ὁ Ἀριστοτέλης[2]. Δηλαδὴ, ὅλα ὅσα ἀφηγεῖται ὁ τραγικὸς μῦθος μετουσιωμένος σὲ θεατρικὴ πράξη συμβαίνουν στὴ διάρκεια μιᾶς ἡμέρας. Γιατὶ τέτοια συμπύκνωση; Συμβατικότητα τῆς τέχνης; Εἶναι δυνατὸ νὰ συμπέσει ὁ βιωμένος χρόνος τῶν θεατῶν μὲ τὸν ἀκαθόριστο χρόνο τοῦ μύθου; Ποτὲ δὲν ἀπασχόλησε τοὺς τραγικοὺς ἡ γραμμικότητα τοῦ χρόνου. Ἡ ὀπτικὴ τοῦ ποιητῆ δὲν εἶναι ἐπίπεδη. Καταδύεται στὴ στιγμὴ, γιὰ νὰ ἀντλήσει τὴν πιὸ τρομακτικὴ ἐμπειρία. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος συν-ειδοποιεῖ τὴν ἀτελῆ σχέση του μὲ τὸ σύμπαν. Τὴν ὥρα ποὺ ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ πορεία του ἦταν μιὰ κυκλικὴ τροχιὰ χωρὶς στόχο, χωρὶς προορισμό. Μιὰ τραγικὴ αἰχμαλωσία στὴν κυκλικότητα, ποὺ ἀλλοτρίωσε τὸ πρόσωπο ὑποβιβάζοντάς το σὲ εἶδος. Τότε ὁ χρόνος μετουσιώνεται σε καιρὸν, δηλαδὴ προνομιακὴ στιγμὴ τῆς ὑπάρξεως νὰ διεκδικήσει τὸν Άπόλυτο Λόγο, τὸ γιατί, ποὺ ξεχύνεται σὰν ἐπιθανάτιος βόγγος. Ἕνας θρῆνος λυτρωτικὸς ποὺ μετατοπίζει τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἔσω, ἀπὸ τὴ σαγήνη τῆς μορφῆς στὴν ἀσκητικὴ τοῦ νοήματος. Ἔτσι ὁ  τραγικὸς χρόνος συλλαμβάνεται ὄχι ὡς ἀριθμητικὸ ἀλλὰ ὡς  ὀντικὸ  μέγεθος˙  χρόνος τῆς ὕπαρξης, ὄχι τῆς ζωῆς.  Ὁ Οἰδίπους λύνει τὸ αἴνιγμα τῆς προέλευσης˙ ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ λύσει τὸ αἴνιγμα τοῦ προορισμοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ σφάλμα του,  ἡ ἀριστοτελικὴ ἁμαρτία[3] . Πλανᾶται λοιπὸν ἀνακυκλώνοντας τὴν εἰκασία τῆς καταγωγῆς του ὡς ὑπαρξιακὴ βεβαιότητα. Εἶναι λύτης σκοτεινῶν γρίφων ἀλλὰ ἀμήχανος ἑρμηνευτὴς χρησμῶν. Ἐν καιρῷ θὰ προβάλει τὸ ἀδυσώπητο ἐρώτημα τίς μ’ ἐκφύει βροτῶν; (ποιός ἄνθρωπος μὲ γέννησε;) καὶ θὰ λάβει τὴν ἀπάντηση ἥδ’ ἡμέρα φύσει σὲ καὶ διαφθερεῖ (αὐτὴ ἡ μέρα εἶναι ζωὴ καὶ θάνατός σου). Ἡ ἔγχρονη ὀδύνη τῆς ἀνύψωσης καὶ ἡ ἄχρονη μετατόπισή της: Ὁ Οἰδίπους χτυπώντας τὰ μάτια του πλήττει καίρια τὴν πηγὴ τῶν διλημμάτων ποὺ τὸν καθήλωνε σὲ ἰσόβια αἰχμαλωσία  ἀνάμεσα σὲ δύο πόλεις, τὴν πατρικὴ καὶ τὴ θετή,  καὶ διαγράφει τὴν τροχιὰ τῆς ἔσχατης ἀναγωγῆς, τὴ μύηση στὴν ἄχρονη ἀλήθεια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ παράδοξος θάνατός του στὰ ὅρια μιᾶς ξένης γῆς. Ὁ Κρέων, ὅταν συνειδητοποιεῖ τὴ φαύλη πορεία γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του αὐτοεξορίζεται, φεύγει δηλαδὴ σὲ μιὰ πορεία λύτρωσης.
Αὐτὸς ὁ ξεριζωμὸς τῆς ὑπάρξεως καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἄχρονης δικαίωσης ὑποδηλώνεται σκηνικὰ στὴ δομὴ τοῦ θεατρικοῦ οἰκοδομήματος. Ἡ κυκλικὴ ὀρχήστρα εἶναι ὁ ἄφευκτος χῶρος ποὺ τελοῦνται τὰ πάθη καὶ μεταγγίζονται τὰ ρίγη. Εἶναι τὸ ἁλώνι τῆς συλλογικῆς δοκιμασίας, ἀφοῦ μέσα στὰ ὅριά του συμ-πάσχουν βασιλιάδες καὶ δοῦλοι. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι οἱ ρίζες τοῦ κύκλιου χοροῦ ἀνάγονται σὲ λατρευτικὲς πράξεις συνυφασμένες μὲ τὴ γέννηση καὶ τὸ θάνατο τοῦ Διονύσου. Εἶναι λοιπὸν ἡ ἀποκαλυπτικώτερη ἔκφραση τῆς χαρμολύπης.
Τὸ σημαντικώτερο ὅμως εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ μετατόπιση στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο προϋπόθετει ὡς κινοῦσα ἀρχὴ τὸ θεῖο. Μίλησα προηγουμένως γιὰ θεϊκὴ παρέμβαση, ὄχι ἐπέμβαση. Οἰ θεοὶ διευθετοῦν, δὲ χειραγωγοῦν. Ἀκόμα καὶ στὸν Αἰσχύλο οἱ ἐντολὲς τοῦ Ἀπόλλωνα πρὸς τὸν Ὀρέστη φαίνεται νὰ ὑπακούουν σὲ κάποια ἀνώτερη συνθήκη, τὴν ἐκπλήρωση ἑνὸς προορισμοῦ. Ἔτσι, ἡ παρουσία τῶν θεῶν δὲν εἶναι ἀνασχετικἠ τῆς ἐλευθερίας ἀλλὰ ἀναγωγικὴ σ’ ἕνα ἔσχατο φωτισμὸ. Σ’ ἕνα νόημα ποὺ μέσα στὴν ἀπόλυτη ἀκινησία του δὲν κινδυνεύει νὰ θιγεῖ ἀπ’ τὴ ρευστότητα.
Ἑπομένως, ὁ τραγικὸς μῦθος ἀποτελεῖ τὴν περιεκτικώτερη πρόταση ζωῆς. Τραχιὰ μαθητεία στὴ δυναμικὴ τοῦ προσώπου. Ἕνας μυστικὸς κώδικας γνώσης, ποὺ καλεῖ στὸ ἀτέρμονο ταξείδι τῆς αὐτοεκπλήρωσης, ἕνας ξεριζωμὸς τῆς ὕπαρξης, ἕνας ἐσωτερικὸς νόστος.
Στὴν ἐποχὴ ταῆς ρευστότητας καμιὰ ἐμπειρία δὲν προλαβαίνει νὰ μεστώσει. Τὰ συναισθήματα κονιορτοποιοῦνται μέσα στὴ δίνη τῆς ἐναλλαγῆς, οἱ στιγμὲς γίνονται λεία τοῦ χρόνου. Τὰ πρόσωπα ἐκπίπτουν σὲ μονάδες μιᾶς ἀτελεύτητης γραμμικότητας δίχως προορισμό. Ἡ νιότη ἔχει ὁρμὴ˙ ποῦ θὰ τὴ μεταγγίσει; Ποιὸ νόημα θ’ ἀφομοιώσει τὴ δυναμική της καὶ θὰ τὴ μετουσιώσει σὲ δημιουργία; Ἡ κενότητα ἀφαιμάσσει τὴ δύναμη, ἀλλοτριώνει τὸν πόθο καὶ συνθλίβει τὸ πρόσωπο στὴ μέγγενη τῆς ἀτομικότητας. Ἀτομικότητα σημαίνει αἰχμαλωσία˙ ἰσόβια κάθειρξη στὸ κράτος τῆς σωματικότητας. Ὁ πόθος τῆς ἐκπλήρωσης, συνυφασμένος μὲ τὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τῆς ἐφηβείας, καθηλώνεται ἀκρωτηριασμένος στὴ στίλβη τοῦ ἐγώ. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἐπενδύθηκε τόσος χρόνος σὲ μιὰ ὀμορφιὰ χωρὶς νόημα. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν παρατηρήθηκε τέτοιο γάντζωμα στὸ χρόνο˙ ἀξίζει νὰ προσέξουμε τὸ παραλήρημα τῆς μόδας, τὴν ἀγωνία τῶν νέων νὰ εὐθυγραμμιστοῦν μὲ τὶς ἐπιταγές της, σὰν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη κατάφασης στὸ ἐγώ.
Ἄν ἐκλείψει αὐτὸ τὸ μοντέλο ζωῆς, αὐτὸ modus vivendi,  τί  θ’ ἀπομείνει; Ὅταν ἕνας ἀπροσδόκητος συγκλονισμὸς ἀναδιατάξει τὰ ἐρωτήματα, ποιὰ ἀπάντηση θὰ σταθεῖ ἀπέναντι στὸ κράτος τοῦ μηδενός;
Ὁ τραγικὸς μῦθος μετουσιωμένος σὲ θεατρικὴ πράξη καλεῖ τοὺς νέους νὰ μυηθοῦν στὴν τροπικότητα τοῦ προσώπου˙ πῶς δύναται δηλαδὴ νὰ βιώσει ὁ ἄνθρωπος τὸ ρῖγος τῆς οὐσίας ἀνοίγοντας ρῆγμα στὴν ἀτομικότητά του. Νὰ μυηθεῖ στὸ πολύτροπο τῆς ὑπάρξεως ἀπορρίπτοντας τὴ μονοτροπία τοῦ εὐδαιμονισμοῦ. Νὰ ἀναδείξει τὴν προῖκα τῶν ἐγκάτων, τὸ δάκρυ, ὡς συν-είδηση τῆς θνητῆς του φύσης. Νὰ συσσωρεύσει ἐν στιγμῇ τὴν ἐμπειρία τῆς αἰωνιότητας. Τί σημαίνει γιὰ τοὺς νέους αὐτὸ τὸ ἀτέρμονο ταξείδι τοῦ Ὀρέστη ἀπ’ τὸ  Ἄργος στοὺς Δελφοὺς κι ἀπ’ τοὺς Δελφοὺς στὴν Ἀθήνα; Τὴ δυνατότητα μετατόπισης στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ὡς ἐναλλαγὴ τοῦ ὑπαρκτικοῦ τρόπου.
Αὐτὴ ἡ γοητευτικὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴ μονοτροπία μᾶς ὁδήγησε στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀρχαίου δράματος μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἐκπαίδευσης. Στὴ σχολικὴ κοινότητα τῶν ἐκπαιδευτηρίων Νέα Γενιὰ Ζηρίδη ἱδρύσαμε τὸν Ὅμιλο Ὑποκριτικῆς Τέχνης καὶ παρουσιάσαμε Ἠλέκτρα, Βάκχες, Ὀρέστεια. Μέσα στοὺς κόλπους του οἰκειωθήκαμε τὰ πάθη καὶ μεταδώσαμε τὰ ρίγη. Καταστήσαμε τὸ χρόνο τῆς παιδείας ἀναμορφωτικὸ ἀγαθὸ τῆς νιότης στὴν πιὸ θαλερή της στιγμή.
Ἀνώτερη εὔνοια προνόησε γι  αὐτό˙ τὴν εὐγνωμονῶ.





[1] λέγω γὰρ μῦθον τοῦτον τὴν σύνθεσιν τῶν πραγμάτων (Ἀριστ. Ποιητ.  1450a1)
[2] ἔτι δὲ τῷ μήκει· ἡ μὲν ὅτι μάλιστα πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐξαλλάττειν, ἡ δὲ ἐποποιία ἀόριστος τῷ χρόνῳ καὶ τούτῳ διαφέρει (Ποιητ. 1449 b 13)
[3] Ἔστι δὲ τοιοῦτος ὁ μήτε ἀρετῇ διαφέρων καὶ δικαιοσύνῃ μήτε διὰ κακίαν καὶ μοχθηρίαν μεταβάλλων εἰς τὴν δυστυχίαν ἀλλὰ δι᾽ ἁμαρτίαν τινά, τῶν ἐν μεγάλῃ δόξῃ ὄντων καὶ εὐτυχίᾳ, οἷον Οἰδίπους καὶ Θυέστης καὶ οἱ ἐκ τῶν τοιούτων γενῶν ἐπιφανεῖς ἄνδρες (Ποιητ. 1453 a 10)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου