Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Αμίλητος




Χρόνια πάνε πολλά- αν ήταν χρόνοι δε θυμάμαι-

που σπούδαζα αρχαιολογία

ήτανε τότε που έβγαλα λαθραία από τη γη

ένα άγαλμα βουβό

με το να χέρι ανάπηρο

κι αλύγιστο το άλλο

το χώμα που το κοίμιζε

τίναξα ασυλλόγιστα

κι από το χέρι το βαρύ το αλύγιστο

το τράβηξα

κι απρόθυμα σηκώθηκε απ’ της λήθης του το χώμα



το βαλα στο σαλόνι μου

όρθιο πλάι στον τρύπιο καναπέ

το χέρι ανάπηρο σε στάση ανεξακρίβωτη-

τώρα,

τάχα στο στήθος ήτανε

σε ικεσία απλώνονταν

ή μήπως σε άμυνα από φόβο ανείπωτο

υψωμένο;

Τίποτα βέβαιο στον Αμίλητο, εκτός απ’ τη σιωπή του

Τίποτα πέρα απ’ τον τραυματισμό του μιλημένο



Μόνο το φως που έμπαινε εκτυφλωτικό

απ´ το ανοιχτό παράθυρο

κι αντανακλούσε πάνω του όλη τη λάμψη

της ασπράδας

που  αποκάλυψα

Όταν φύσηξα και πέταξα

απο πάνω του σωρούς χωμάτων



Μόνο που δε λογάριασα την τρύπα αυτή στον καναπέ

βάση κακή να στηριχτεί ο Λαμπρός μου κούρος!

-έτσι θαρρώ είχα μάθει κι αρχικά ψελλίσει τ´ όνομα του-

Κι έτσι μια μέρα

που βαλα σκοπο

την τρύπα να καλύψω

μ´ ένα βαθύ ολοκόκκινο πανί

μπλέχτηκε ο αμίλητος στο κόκκινο

και ολόρθος μέσα στο κενό ποντίστηκε



Άνοιξαν τότε χίλια στόματα

από τα ρήγματα που ανοίχτηκαν

απάνω στο σπασμένο γένι  

απο την κόμη τη σπασμένη μέσα

κι είχανε όλα τους θαρρώ

φυλακισμένο

εκείνο το φωνήεν το σκοτεινό

εκείνο το ανειπωτο

που αμίλητο λογάριασα

ο ασυλλόγιστος εγώ

όταν της λήθης του το χώμα

πέταξα  μακριά!

Ούτε λεπτό δε σκέφτηκα

Ότι τ´ αγάλματα

Μακριά απ´ τη γη τους

Δε μιλάνε



Έσκυψα

Σήκωσα πέτρες

Μάζεψα χώματα

τις μόνες βεβαιότητες του κούρου

του αρχαίου

και στα έγκατα εντός

παλιού κιβωτίου

έκλεισα μαζί

με κατι διακοσμητικά λαμπιόνια

που φυλαγα εκεί να μη μου σπάσουν

να τα έχω στις γιορτές

να μην ξοδεύω κάθε χρόνο

τα χρόνια μου σε αναζητήσεις

Λάμψης,

αφού, το ξέρω τώρα πια

μεσα στο χώμα μόνο

τα αγάλματα
μιλάνε

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΓΑΛΑ



«Με κοιτάς
       και κρεμάς
                   όλη σου κι όλη τη ζωή
                                      πάνω στου στήθους την κορφή
                                                          που αναβρύζει το δριμύ νερό
                                      κι όπως σε βρέχει πνίγεσαι και
                   στου πνιγμού σου την παραφορά
     χαμένος με κρατάς να μη με χάσεις κι εγώ
                             σου λέω τραγουδάκια του πνιγμού
                                       για το ποτάμι που άδειασες κι από
                                                τα μάτια ξέρασες κι από
                                                          μεινε ο πυρήνας σου
στεγνός∙    «νάνι, το παιδί μου, νάνι
                  που βουτάει στ’ ανοιχτά
                  κι η στεριά το χάνει»
κι όσο στεγνώνεις κι όσο αδειάζεις και
                                      αφήνεις με
                               τόσο φωνάζεις με στα σκοτεινά     
                                                          και πίσω πάλι μου ζητάς
                                                                                      εκείνο το ποτάμι του πνιγμού που τώρα στέγνωσε και
                   στα ρηχά σε ξέρασε
                                      ώσπου άφωνος και άνυδρος
στις κορυφές γαντζώνεσαι μα
και στις άκρες πιάνεσαι
                       ψελλίζοντάς με σα να θες
                                                απ’ τον πυρήνα πάλι σου
                                                                   ν’ αδειάσει του πνιγμού
το αρμυρό ποτάμι»                         

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Τετραπέρατο ς



Κοίταζε Νότο και Βοριά
Ανατολή και Δύση
Και είχε τα μάτια τέσσερα,
το τετραπέρατο
με το να έβλεπε τα χέρια
του πατέρα να
στολίζουνε το δέντρο
πλάι στο έπιπλο το βαρύ το
ασήκωτο ανήμερα Χριστούγεννα
με τ’ άλλο
της μάνας του τα δάκρυα
έβλεπε
που κοίταζαν τα χέρια του
πατέρα του
πλάι στο τραπέζι το ελαφρύ
το εύκολο
στις μετακινήσεις
το τρίτο κοίταζε την κούκλα τη σπασμένη
της αδερφής μέσα στην
κούνια που
την έβαζαν να κοιμηθεί
ώσπου  μεγάλωσε ..
και με το τελευταίο
τον τοίχο τον ασβεστωμένο
των κυπαρισσιών που μεγάλωναν
στο τέρμα της γειτονιάς
κοίταζε και…
μεγάλωνε το τετραπέρατο
κι είχε τα μάτια τέσσερα
ανοιχτά
στα τέσσερα σημεία
που σμίγανε κάθε που
γιόρταζε τη γέννησή του
και γίνονταν μια αγκαλιά
και τονε σήκωναν ψηλά
τον τετραπέρατο
κι από ψηλά κοιτώντας τα
τα τέσσερα σημάδια του
ξέχασε πως του ανήκανε
πως ήτανε
ενθύμια του σώματος που
το χε ξεχασμένο
εκεί ψηλά που τον είχανε
τα χέρια και τα δάκρυα
οι κούκλες οι ανάπηρες΄
ανεβασμένο
τώρα ο
τετραπέρατος
στο σταυροδρόμι που
τέσσερεις δρόμοι σμίγουνε
ακούει κάτω απ’ το χώμα
τα χέρια του πατέρα του
να πριονίζουνε το δέντρο
της αδερφής ακούει
στο τέρμα του ιστού
τη σπασμένη φωνή
τη μαθημένη στους αποχωρισμούς
της μάνας του το δάκρυ
να στάζει απάνω στο κρεβάτι
το ριζωμένο στη γη
και τη συμπόνια
πέρα απ’ τον τοίχο
αναζητά για το
τετραπέρατο
που το χε τόσα χρόνια
ξεχασμένο