Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ars tremenda



…ἀγρίευε τὴ λάσπη ποὺ πατοῦσε
νὰ προλάβει
-νύχτα-
ν’ ἀναστήσει
τὴ νεκρὴ
τοῦ κόσμου ὁ ποιητής
προτοῦ λαλήσει ἀλέκτωρ τρεῖς
κι ἀναστηθοῦν οἱ ἀρνήσεις
κι οἱ Ἰουδαῖοι  «ἆρον»
κράξουνε ξανὰ
πρὶν ἀπ’ τὸ θαῦμα

Σταμάτησε γιὰ μιὰ στιγμὴ
πάνω ἀπὸ ἕνα ῥυἀκι
ποὺ λίμναζε στὴν ἄγρια γῆ
κάτω ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια να δεῖ
κατάλοιπα ἀνθρώπων ἀφημένα-
λόγια ἀποτσίγαρα θαμμένα-
σὲ πόρνες συναθροίσεις

Μὰ ἡ νύχτα ἡ πανσέληνη-
ἀπόλυτο γυαλί-
μὴ μὲ ρωτήσεις πῶς-
χαμήλωνε τὸ φῶς
ἀπάνω στὸ θαμπὸ νερὸ
καὶ δυὸ μονάχα μάτια ἀντανακλοῦσε
ποὺ ἐπίμονα κοιτούσανε να δοῦνε
τὰ λείψανα στὴ ῥίζα τοῦ νεροῦ

κι ἤτανε τόσο ἀπόλυτη
ἔξω ἀπ’ τὰ τείχη τοῦ θανάτου
ἡ νύχτα
ποὺ ἄλλο τίποτα, ἐξὸν
ἀπὸ τὴ θλίψη της
ἡ θλίψη του δὲν μπόρεσε νὰ  δεῖ

Ἤτανε βοῦρκος-πλέον -
τὸ ῥυάκι
Κι ὅσες τῆς λύπης
στάλες βούρκωσαν ἐντός του
δὲ μπόρεσαν τὸ θάμπος να ξεπλύνουν

Προσπέρασε
Διασκέλισε
ἐσπρώχτηκε
μέσ’ στοῦ θανάτου τὸ συνωστισμὸ
μέσα στὰ τείχη ποὺ ἡ νεκρὴ περίμενε

Δὲν ξέρω πῶς
λίγο τὸ φῶς
πολλὴ ἡ βουὴ
κι ὅμως αὐτὸς
τοῦ πονεμένου μου χεριοῦ
ἔνοιωσε τ’ ἄγγιγμα
στὶς ῥίζες τῶν ποδιῶν του

Μοῦ δειξε βιαστικὸς ἐκεῖ
Ποὺ ἡ νεκρὴ περίμενε
«περίμενε» τοῦ εἶπα
«καὶ ἐμένα!
Τόσα κορμιὰ ἐκεῖ μέσα
Πεθαμένα
τί ἆραγε ἀπὸ θάνατο νὰ ξέρουν;»

Τοῦ φίλησα τὰ λασπωμένα πόδια
μοῦ φίλησε τὰ πονεμένα χέρια
καὶ φύγαμε μαζὶ
ἔξω ἀπ’ τὰ τείχη
τοῦ θανάτου

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ἀπὸ τὴν κόψη



τραυματισμένος Επειδή
στο να πλευρό τον ύπνο μου αναπαύω
στο μαξιλάρι μου Επειδή
βυθίζω το να μάτι
να κλείσω του κενού την τρύπα
ξέχειλο τ’ άλλο
πνίγεται στο φως
είναι που
η ψυχή οσμίζεται φωτιά
κι απάνω της χιμάει
να σβήσει το σκοτάδι
είναι – όπως ξέρεις-
σώμα η ψυχή
(της αγωνίας έμπυρη)
που κάθε νύχτα σαν κι αυτή
τάζει στο θάνατο κερί
αώνια γι ν ζήσει
και ξάγρυπνη βροντά
την πύλη την αθέατη
στην κόψη του καιρού
προσμένοντας ν’ ανοίξει
Μα Εμένα
-ανάπηρη η ψυχή μου καθώς είναι
απ’ την πλευρά του σκοταδιού-
μόνιμα γέρνει στην επικράτεια του φωτός
 Και δεν μπορεί
-η φύση των πραγμάτων το απαιτεί
η αδήριτη του κόσμου ανάγκη-
θ’ αλλάξει η ψυχή πλευρό
και τότε το περίσσιο φως
θα φωνάξει στο σκοτάδι

«αγωνιζόμαστε, Ποιητή!
-ανθρώπινο το άχθος-
να ποιήσουμε λόγω
όσα  ποιούνται
στην κόρης το ασέληνο».
Γι αυτό αγωνιζόμαστε:
να ισορροπήσουμε τις μοίρες
της απόκλισης
ανάμεσα στο αθέατο φτερό της μυωπίας
και το θαμπό σώμα της πρεσβυωπίας
Γυαλιά, θα σου πει ο ειδικός
Γυαλιά συγκοινωνούντα
στο μεταίχμιο
αναρρίχησης και κατακρήμνισης
Εκεί
η κόψη του κύματος,
της ρίνας η οσμή
της υγρασίας του σκότους
η θερμή χειραψία
και της λάβας του πρωιού
η παγερή απουσία
του ίσκιου η ηδονή
που χτύπησε κατάστηθα
του κορμιού (του) την ακίδα
και
τόσο μόνο ακούγεται
σαν του άλογου της χαίτης
τη λαβωματιά
της ταξιδεμένης
στα βάθη της ανάποδης καρδιάς του

Λοιπόν,
προτιμώ τη νύχτα τη μέλαινα
την ώρα που
καταλαγιάζει η αντιδικία
των αποκλινόντων μου οφθαλμών
και διαιτητεύει αγέρωχα η όσφρηση
εκεί στην κόψη που λέγαμε
την ερωτική
της παρουσίας με την ανυπαρξία
σαν των Ναξίων τη Σφίγγα την αενάως επερχόμενη
στον αμφίλογο θρόνο της σιωπής
Έρχεται
Ακάλεστη
η όσφρηση
η κραταιή
της όρασης διάψευση

κι αν τώρα σέρνω – μετά πόνου-
το χέρι μου το ανάπηρο
στο υψιβαθές λευκό
είναι γιατί καλώ σε συστράτευση
όλες μαζί τις κόρες μου
τις απαρνημένες
ενάντια στην προδότρα όραση
ευτυχώς η πρωτότοκή μου
παιδιόθεν –όπως είπα-
με παραστέκει,
Καλώ τώρα τη γεύση
απ’ το ποτήρι που τιτίβισε
απάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο.
της ακοής την κόμη
που έσκιαξε τον φθινοπωρινό ήλιο
Στερνή ικετεύω
τη στερνή μου αφή.
Της είπα μια νύχτα
«κόρη μου,
λύπη σου είν’ η ομορφιά σου»
κι έκτοτε αυτή λικνίζεται
στο κύμα της ανάσας
του τρομαγμένου αλαφιού
αυτή την ακριβή καλώ
που ξερίζωσε τον αχινό
απ’ το στήθος της αγρύπνιας
που ανάσκελα εγύρισε τον αστερία των βυθών
κι έγραψε απ’ την αρχή το άλφα
και που το ωμέγα ανάποδα τραβώντας
ένωσε δυο φεγγάρια μεσ’ στη μεγάλη σκοτεινιά
του όγδοου μήνα, του ατέλειωτου
τελευταία την ανάθρεψα
πρώτη την απαρνήθηκα
πρώτη αυτή
μου αχρήστεψε το ψ
και μου ε
βαλε στα χείλη αυτό
το  λάμ
δα
της καταλλαγής
Είναι καιρός νομίζω , Ποιητή,
να βρω ένα τρόπο
αλλιώς να προφέρω
τη λέξη γυαλιά
για να ταιριάζει
στης όρασης το ψέμα
κι ανάπηρο το χέρι αν έχω
καλά μπορώ-νομίζω-
να σύρω μονοκονδυλιά
-σαν ένα κεφαλαίο Λάμ
δα
τις δυο παράλληλες τροχιές
της όρασής μου

να βλέπω μόνο πια
Όσα η αφή μου πίστεψε