Κυριακή 6 Απριλίου 2014

αμφιβάλλοντας για τον τίτλο



Κοιμήθηκα βαρύς
πως ήμουν ονειρεύτηκα
σ’ένα κουτί κλεισμένος
ώστε η σκιά μου
απ’έξω να εποπτεύει
είχα στα χέρια ένα κουβάρι
προίκα εις έξοδον
τη εισόδω
αλλά ήμουν-λέει- κακός,
αδέξιος χειριστής
του κουβαριού
κι αντί να για τύλιγμα
ξετύλιγα και ψέλλιζα μαζί
εγώ είμαι
εσύ είσαι
αυτός είναι
ψάχνοντας να βρω
πού είναι αυτό
που έξω κατοικεί
και υπομονετικά με περιμένει-
στα ραντεβού μου σπάνια αργώ-
κι όπως ξετύλιγα
πέφτανε αλλού
τα εγώ
κι αλλού
τα είναι
κι έχασα τη σειρά
κι έβαλα ανάκατα
δεμένα στο σχοινί
τα είναι με τα εγώ
ώστε
είμαι εσύ
εγώ είσαι
κι αυτός μόνο
το βέβαιο είναι
αφού είναι απ’έξω ασφαλώς
απ’το κουτί και περιμένει
κι εγώ δεν έχω μάθει να αργώ στα ραντεβού

έστω, λοιπόν, και μ’ένα λάθος γραμματικό
έστω και μία ακόμα ασυνταξία
έστω-θέλω να πω-
κι μ’ένα εγώ που είναι εσύ
αφού δεν είναι μπορετό
μέσ’στο σκοτάδι του κουτιού-
ή μήπως την αμφιβολία του ονείρου-
να συνταιριάξω απόλυτα το εγώ και το είμαι
έστω και μ’ένα λάθος λέω
θα δώσω χέρι
στον άλλον που έξω είναι
να με τραβήξει έξω απ’το κουτί
το μόνο βέβαιο είναι..
ουφ!
Ώρα να ξυπνήσω