τις λέξεις που με κέρασες
τις πρώτες
τις ήπια ως το βυθό
του διάπλατου Αυγούστου
όταν η ευσπλαχνία
του μεσημεριού
ευώδιαζε μέσα στις γειτονιές
το φως
κι αυτό έσμιγε τους ίσκιους μας
στον ταπεινό ασβέστη
μαζί με τους αγίους
που κρέμονταν
στ’ αμπέλια και στις καλαμιές
στα βουερά γεράνια και
στα αγκαθωτά τζιτζίκια
στ' άγιο κανάτι με το σκιαγμένο νερό
απάνω στο τραπέζι
που σ’ έκοβε στα δυο
κι απόμενε από σένανε
ό, τι είχα πια
απ’ το φως
να σε θυμάμαι
και να σε συγχωρώ
και ξέραινες τις λέξεις τις χλωρές
στην ευωδιά του Ήλιου
και τις θρυμμάτιζες
απάνω στην ψυχή μου
που έτρωγα
και ψήλωνα
και σκάλωνα στον κεραυνό
εκεί
στο θρόνο του Αυγούστου
καθισμένος
σε είδα κάποτε
να λιγοστεύεις στο στενό πέρασμα
ουρανού και γης
και σε συλλάβισα
προτού σε πάρουν τα ουρλιαχτά
των τροχοφόρων
γύρισες κι είπες "μη φοβάσαι· ένας είναι ο δρόμος"
κι η ακτινογραφία του φωτός
δικαίωσε τα μάτια
σου που απόμειναν
μετά από τη φοβέρα
κι εγώ για να σηκώσω τον ίσκιο σου που γλίστρησε μέσ’ στον ασβέστη
άφησα ακοίμητο το χέρι
έξω απ’ την κούνια
σε στάση προσευχής
παραμερίζοντας τον αέρα που μας χώριζε
τώρα μέσα στο διάπλατο αλφαβητάρι
με τη σχισμένη ράχη
μυρίζω απ’ την αρχή τις μέρες
Που φίλαγες το χέρι μου
Και μ’ άφηνες σημάδι
Πάνω στη φλέβα τη βαθιά
Που γίνονταν ποτάμι
Και άδειαζε στα μάτια μου
Τις ώρες της φυγής σου
Κι έπιανα τότε το χαρτί
Και χάραζα τη μέρα
Για να σε βρω στου ολόλευκου
Τα βάθη να κοιμάσαι
Κι έτσι ήρεμη κι αφίλητη
Σε έκανα εικόνα
Και σε συλλάβιζα ξανά
Στου
ύπνου την τρομάρα