Χρόνια πάνε πολλά- αν ήταν χρόνοι δε θυμάμαι-
που σπούδαζα αρχαιολογία
ήτανε τότε που έβγαλα λαθραία από τη γη
ένα άγαλμα βουβό
με το να χέρι ανάπηρο
κι αλύγιστο το άλλο
το χώμα που το κοίμιζε
τίναξα ασυλλόγιστα
κι από το χέρι το βαρύ το αλύγιστο
το τράβηξα
κι απρόθυμα σηκώθηκε απ’ της λήθης του το χώμα
το βαλα στο σαλόνι μου
όρθιο πλάι στον τρύπιο καναπέ
το χέρι ανάπηρο σε στάση ανεξακρίβωτη-
τώρα,
τάχα στο στήθος ήτανε
σε ικεσία απλώνονταν
ή μήπως σε άμυνα από φόβο ανείπωτο
υψωμένο;
Τίποτα βέβαιο στον Αμίλητο, εκτός απ’ τη σιωπή του
Τίποτα πέρα απ’ τον τραυματισμό του μιλημένο
Μόνο το φως που έμπαινε εκτυφλωτικό
απ´ το ανοιχτό παράθυρο
κι αντανακλούσε πάνω του όλη τη λάμψη
της ασπράδας
που αποκάλυψα
Όταν φύσηξα και πέταξα
απο πάνω του σωρούς χωμάτων
Μόνο που δε λογάριασα την τρύπα αυτή στον καναπέ
βάση κακή να στηριχτεί ο Λαμπρός μου κούρος!
-έτσι θαρρώ είχα μάθει κι αρχικά ψελλίσει τ´ όνομα του-
Κι έτσι μια μέρα
που βαλα σκοπο
την τρύπα να καλύψω
μ´ ένα βαθύ ολοκόκκινο πανί
μπλέχτηκε ο αμίλητος στο κόκκινο
και ολόρθος μέσα στο κενό ποντίστηκε
Άνοιξαν τότε χίλια στόματα
από τα ρήγματα που ανοίχτηκαν
απάνω στο σπασμένο γένι
απο την κόμη τη σπασμένη μέσα
κι είχανε όλα τους θαρρώ
φυλακισμένο
εκείνο το φωνήεν το σκοτεινό
εκείνο το ανειπωτο
που αμίλητο λογάριασα
ο ασυλλόγιστος εγώ
όταν της λήθης του το χώμα
πέταξα μακριά!
Ούτε λεπτό δε σκέφτηκα
Ότι τ´ αγάλματα
Μακριά απ´ τη γη τους
Δε μιλάνε
Έσκυψα
Σήκωσα πέτρες
Μάζεψα χώματα
τις μόνες βεβαιότητες του κούρου
του αρχαίου
και στα έγκατα εντός
παλιού κιβωτίου
έκλεισα μαζί
με κατι διακοσμητικά λαμπιόνια
που φυλαγα εκεί να μη μου σπάσουν
να τα έχω στις γιορτές
να μην ξοδεύω κάθε χρόνο
τα χρόνια μου σε αναζητήσεις
Λάμψης,
αφού, το ξέρω τώρα πια
μεσα στο χώμα μόνο
τα αγάλματα
μιλάνε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου