Χτες βράδυ έκανα χάζι τη σκιά μου
Μονίμως πεταμένη
Επίμονα αφημένη
στη δεξιοτεχνία του ημίφωτος
Είπα να τη σηκώσω,
Ήτανε, βλέπεις, κι αυτό το επίμονο κενό στον καναπέ
που διέθετε απλόχερα μια θέση
στη σκιά μου
Ασήκωτη
Βαριά
Πεσμένη
Λυπημένη
μου έγνεψε
να τη σηκώσω
Τη σπλαχνίστηκα
Έτσι που ήτανε πεσμένη
νωχελικά μπλεγμένη
μέσ’ στις κλωστές του φεγγαριού
Ξάπλωσα δίπλα της
Την πήρα αγκαλιά
Και κοιμηθήκαμε μαζί πεσμένοι
Ξύπνησα το πρωί
μακριά από τη σκιά μου
κι αναρωτήθηκα
αν ήτανε αυτή που έφυγε
ή εγώ