Σάββατο βράδυ
Είπα να φτιάξω κέικ σοκολάτα
Πείραμα αρχάριου σκέφτηκα
Να λειώσει αυτός ο συμπαγής κορμός
Να γίνει απαλό, βαθύ ποτάμι
Θέλει , είπα, χέρια καθαρά αυτή η απόπειρα μεταλλαγής
Ετοίμασα τα χέρια μου
Κι έβγαλα τα μαχαίρια μου
Τα έπλυνα
Τα κοίταξα
Τα βύθισα
Στο σκοτεινό ποτάμι.
Έπλασα κάτω εκεί
Ξανά από την αρχή
Αγγίγματα, φιλήματα,
Ευχές και ενοχές
Και
Τις πληγές που πλήθυνα
Κι αυτές τις βύθισα
Και βυθισμένο εκεί
Εν μέσω ρέμβης και βροχής
Ένοιωσα να με τραβά
στη σκοτεινή του δίνη το πέτρινο ποτάμι
και τράβηξα τα χέρια μου κι απόθεσα τις μνήμες μου
μέσ’στη γλυκιά σιωπή του
στην πόρτα χτύπημα
ένας βρεγμένος άγγελος
δύο φτερά ανήμπορα
και στο τραπέζι απάνω αχνιστό
το κέικ των χεριών μου
το έφαγε μεμιάς
και έφαγε τις μνήμες μου
τις ενοχές μου
τις πληγές μου
τίναξε τις φτερούγες του
και πέταξε μακριά
Σάββατο βράδυ
Δε βαριέσαι, είπα
Καλύτερα δυο χέρια ανάπηρα
Σε στόμα αγγελικό
Παρά σε σώμα δανεικό
Πιασμένα
Καληνύχτα σας