μια και συνήθως νύχτα
συναντιόμαστε
μια κι είμαστε πιο γνώριμοι
τις νύχτες
ξεθάρρεψα και άπλωσα το χερι μου
αντίκρυ στο σκοτάδι..
νόμιζα ότι άγγιξα το στρογγυλό κεφάλι σου
μα-διχως να το θέλω-
(λίγο η λαχτάρα
λίγο η λάμψη σου
που' χανε ξεχαστεί)
ξερίζωσα της νύχτας το κεφάλι
που πάφλασε
και χάθηκε
στο σκοτεινό νερό
στο ημερολόγιο θυμάμαι
Αυγούστου εικοσιοχτώ
κι όλος ο μήνας μέσα μου
θριαμβευτής
βαρύς
και
ανόητος
προπάντων
όπως η νύχτα
η ατόφια
που έχασε το
κεφάλι της
στο
σκότεινο νερό
και ψάχνοντας να το βρει
πνίγηκε
η καημένη
στα βάθη του ανόητου εαυτού της
κι εγώ
δίχως νύχτα
δίχως φεγγάρι
απόμεινα έναν Αύγουστο γυμνό
διάφανο, βαρύ κι ανόητο-προπάντων
όπως η μέλισσα που τσίμπησε το φως
να έχω εραστή των αμέριμνων σεντονιών μου
που να ξερα, ο ανόητος
πως ήτανε της νύχτας το κεφάλι
μια λικνιζόμενη με τόση χάρη λάμψη στο νερό;
πως ήταν ένα φάντασμα, ένα ανεμομάντηλο, μια λευκή σκιά;
κι εγώ που νόμιζα πως ήτανε
μια τρύπα στο σκοτάδι,
του κύκλου το τελείωμα
απ του καιρού το γύρισμα
πως ήταν ένα ακίνητο χαμόγελο
της πέτρας
που πέταξε μέσα μου βαριά,
ο Αύγουστος;