Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

ψίθυροι

Τώρα που νύχτωσε
του μάρμαρου η λευκότης με καλεί
ίσια στο δρόμο απάνω του φωτός να περπατήσω
στην κλειδωμένη κάμαρη
οπου’ χα χρόνια φυλακίσει
δυο χέρια τορνευτά
στα αυλάκια της ανάγκης
ταιριασμένα
δυο πόδια αήττητα
γραμμένα με ακρίβεια κεραυνού
στου αναπόδραστου έρωτα
το εξαίσιο σχήμα
ένα αθώο κεφάλι
της σιωπής
που αναμένει της υπόσχεσης
το σώμα ν’ ακουμπήσει
μιας λαχτάρας τη γυμνή σκιά
που σπαρταράει το ψάρι της ανάγκης

τώρα που νύχτωσε
φωτίσανε τα αγάλματα
της φυλακής
και σαν δρεπάνι αμείλικτο
το ερωτηματικό κρεμάσανε

στο ακαριαίο τώρα

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ένα ελεγείο


Το σπίτι που’ χα
πυρπολήθηκε
απ’ τη φλόγα
που αναμμένη σε καρτέραγε

στη στάχτη του οσφραίνομαι
τη βάρκα που με παίρνει
πλαταγίζοντας τον ίσκιο σου
στο αινιγματικό γυαλί

κοιτάζομαι
στο στόμα της σιωπής
κι όλες μαζί οι φωνές σου
με καλούν,
η Ηλέκτρα,
η Αντιγόνη,
η άβυσσος,
στη γη που στήνουν  πάλι το χορό
κορμιά και προσωπίδες
σκορπάω απ’ τις τσέπες μου
ψυχές επιφωνημάτων
στ’ αγέρωχα βουνά
να σπλαχνιστούν τον ίσκιο μου

και θεατής αθέατος
συνοδείας κορυφών
καλπάζω στον αλαλαγμό

τώρα αναδεύοντας τον κεραυνό
κυρίαρχος του ανείπωτου
πολίτης
ενεδρεύω

και σαν λιγνό θαυμαστικό
πάνω από την τέλεια στιγμή
ακροκορυφοπατώ