Στάζω φαρμάκι στον ανθό
που έχει αρρωστήσει
μέσα στης μάνας την αυλή
κι όλο χαμωκοιτάζει
μα σαν μαραίνεται ο ανθός
φαρμάκια δεν το σώζουν
γιατί είναι οι ρίζες του βαθιά
στη γη του άλλου κόσμου
-βρες, καλέ μάνα, αγιασμό
κι έλα να το ραντίσεις
τ’ ανθάκι που μαραίνεται,
με ξόρκια της αγάπης
-πού να βρω, γιε μου, αγιασμό
μου σώθηκε η ανάσα
χρόνια και χρόνια που γυρνώ
σε τούτη την αυλίτσα;
-ε, τότε πιάστο απ’ το κορμί
και τράβα το απ’ τη ρίζα
δώστο σε μένα που περνώ
από βαθύ ποτάμι
να το πετάξω στο βυθό
για να το φαν τα ψάρια
να γίνει κάτι από σιωπή
κάτι από σκοτάδι
να μη το βλέπω να γερνά
και μου χτυπούν τα στήθια
-κι άν το χαλάσω, γιόκα μου,
τι θα χω για να κλαίω
με ένα ξερό λουλούδι;
Αν το τραβήξω από τη γη
τίποτα δε θα μείνει
απ’ τ’ άλλου κόσμου τη θωριά
για να χω ν’ αγναντεύω