Σέρνω απ’τη θήκη
μολύβι αιχμηρό
κι ακονίζω
την κόψη
ξανά και ξανά
να τρυπήσει τη μνήμη
που πέτρωσε εντός μου
βαθιά.
Κι ως αλέθεται η πέτρα
η σκόνη μου χύνεται
χάμω
απομένω πουκάμισο άδειο
και το τίποτα ανάποδα
πάλι φοράω
ώσπου ανάμνηση μένω
κι ανεμίζω στα χάη
σε ποια γη ποιος να ξέρει
αν θα πέσω
κι απ το χώμα της
μνήμη αν γεμίσω
έτσι που χω απομείνει
σεντόνι λευκό
και του θάνατου
άθυρμα μοιάζω