Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Το πουκάμισο


Σέρνω απ’τη θήκη
μολύβι αιχμηρό
κι ακονίζω
την κόψη
ξανά και ξανά
να τρυπήσει τη μνήμη
που πέτρωσε εντός μου
βαθιά.
Κι ως αλέθεται η πέτρα
η σκόνη μου χύνεται
χάμω
απομένω πουκάμισο άδειο
και το τίποτα ανάποδα
πάλι φοράω
ώσπου ανάμνηση μένω
κι ανεμίζω στα χάη

σε ποια γη ποιος να ξέρει
αν θα πέσω
κι απ το χώμα της
μνήμη αν γεμίσω
έτσι που χω απομείνει
σεντόνι λευκό
και του θάνατου
άθυρμα μοιάζω

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

28 Αὐγούστου 3102 ἡμέρα Τετάρτη ὥρα 12:00 (ἄνευ ἐνδείξεως μεσημβρινῆς)



σκόνταψα στο ανείπωτο
κι ανοίχτηκε εντός μου
το πέρασμα του τρόμου

ακούμπησα το μέτωπο
κι έπεσε ένα κεφάλι
σε μιαν άδεια αγκάλη
χωρίς καρδιά στη μέση

φώναξα τ᾽ άπειρο νερό
που με κρατούσε μέσα
και το σκοτάδι ρίγησε
και στάθηκε η φωνή μου

τα χείλη μου που κάλεσαν
ονόματα απ᾽ τα βάθη
γίναν μαχαίρια κοφτερά
κι έκοψαν την ψυχή μου 

και η μισή πλατάγισε στου σκοταδιού τα βάθη
η ἀλλη έγινε άλογο και στήθηκεν εμπρός μου
και μ´έσυρε απ᾽ του κόσμου το ανήμερο λιβάδι

κι έτσι καθώς εκάλπασε μέσα απ᾽ τη στενωπό μου
εγέλασα το Χάροντα που κατοικούσε εντός μου 
που μεινε έρμος να κρατά τα ανάξιά μου ράκη