Ἀκορντεόν
Τὰ χέρια ποὺ σωπάσανε τὰ
σωθικά
μου
ἀγρίμια
καὶ τ’ ἀγριεμοῦ
τους πήρανε τ’ ἀνήμερο ἀγκάθι
τὰ χέρια αὐτὰ ποὺ ντύθηκαν τῆς προσευχῆς
τὸν τρόμο
κι ἀλύχτησαν μεσάνυχτα ῥίγη τῆς ἄλλου κόσμου
ποὺ μὲ τὰ ὡραῖα δάχτυλα ἐσμίξανε
τὶς ὧρες
καὶ μέσ’ στ’ αὐλάκια τὰ βαθιὰ εὐώδιασαν
ποτάμι
ποὺ τάξανε στὸ ἀνείπωτο στοργή κυπαρισσένια
καὶ τὰ ῥολόγια σφίξανε κι ἐβρόντησε ἡ σιωπή τους
Αὐτὰ τὰ χέρια ὡς ἐδῶ…
Μόνο τὸ ἀνείπωτο μπορῶ ν’ ἀφηγηθῶ.
Πρὸς τὸ παρὸν
στὴ διαπασῶν
ἡ μουσικὴ ἐντός μου
Εἶναι κι αὐτὸ τὸ ἀκορντεὸν
ποὺ κάθε νύχτα
στὰ σκοτεινὰ ἐκεῖ
ποὺ ἡ πόλη λιγοστεύει
γράφει παλίνδρομο παλμὸ
μιὰ στὴν ἀρχὴ καὶ μιὰ
στὸν τελειωμό μου