Κάποτε η φωνή μου
διεκδικούσε τον ορίζοντα
και τη μάλωνα
που αγρυπνούσε
πετροβολώντας τις αρχαίες λέξεις.
την έβαλα σε τάξη
και για να μη δραπετεύσει
τη διπλοκλείδωσα.
Και από τότε την κουβαλάω μαζί μου
Αιχμάλωτη
μα απειθάρχητη.
Και τη μασάω να τη χωνέψω να σταματήσω να περιμένω
τις ανείπωτες λέξεις
ΜΑ αυτή πάντα ανυπάκουη
σπάει τα φωνήεντα και ματώνει τα σύμφωνα
Κι έτσι αιχμηρή ανηφορίζει
Και τεμαχίζει σώματα
Ονόματα
Που ανήμπορα και φονικά παραμονεύουν
Να εκτελέσουν τη σιωπή
διεκδικούσε τον ορίζοντα
και τη μάλωνα
που αγρυπνούσε
πετροβολώντας τις αρχαίες λέξεις.
την έβαλα σε τάξη
και για να μη δραπετεύσει
τη διπλοκλείδωσα.
Και από τότε την κουβαλάω μαζί μου
Αιχμάλωτη
μα απειθάρχητη.
Και τη μασάω να τη χωνέψω να σταματήσω να περιμένω
τις ανείπωτες λέξεις
ΜΑ αυτή πάντα ανυπάκουη
σπάει τα φωνήεντα και ματώνει τα σύμφωνα
Κι έτσι αιχμηρή ανηφορίζει
Και τεμαχίζει σώματα
Ονόματα
Που ανήμπορα και φονικά παραμονεύουν
Να εκτελέσουν τη σιωπή